Παρά την εξάντληση, την απογοήτευση και την ταλαιπωρία μου, έσφιξα τα δόντια και σχεδόν ασθμαίνοντας έφτασα στο χώρο όπου διεξαγόταν το συνέδριο, ιδρωμένη, εξαντλημένη και φυσικά φορώντας τα ίδια ρούχα με τα οποία ξεκίνησα το ταξίδι μου, αφού η βαλίτσα μου χάθηκε κάπου στη διαδρομή και δεν βρέθηκαν ποτέ τα ίχνη της. Φυσικά, είχα χάσει τη σειρά μου και οι συμμετέχοντες του συνεδρίου, είχαν μόλις τελειώσει με τις εισηγήσεις τους και ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν. Παρόλα αυτά με οδήγησαν στη θέση μου και ο πρόεδρος ζήτησε από τους συνέδρους μια μικρή παράταση. Αντιπαρερχόμενη τα περίεργα και ελαφρώς επικριτικά βλέμματα, (έφτασα με αθλητικά παπούτσια τσαλακωμένη βερμούδα, ανακατεμένα μαλλιά και ένα καταϊδρωμένο μπλουζάκι) έσφιξα τα δόντια για άλλη μια φορά και σχεδόν τρέμοντας διάβασα βιαστικά την εισήγηση που είχα ετοιμάσει. Είχα άλλωστε ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ για να φθάσω ως εκεί.
Οι σύνεδροι φαίνεται πως με λυπήθηκαν και παρότι το πάνελ αλλά και το ακροατήριο απαρτιζόταν από ανθρώπους της διανόησης, πρώην υπουργούς εξωτερικών και άλλους ανθρώπους της πολιτικής σκηνής του τόπου, που δε γνώριζα φυσικά, έδειξαν πως με άκουγαν με ενδιαφέρον. Η κούραση άλλωστε ήταν ζωγραφισμένη καθαρά στο πρόσωπό μου και ίσως όχι απαλλαγμένη από την αγανάχτηση. Γρήγορα, ωστόσο, συνειδητοποίησα πως το ενδιαφέρον ήταν επίπλαστο, γιατί μόλις τέλειωσα, έσπευσαν όλοι να σηκωθούν χωρίς να μου απευθύνουν κανένα απολύτως σχόλιο, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Εκτός από τον σύνεδρο που καθόταν δίπλα μου και που, πιστέψτε με, δεν έκανα τον κόπο να ρωτήσω το όνομά του. Ήταν άλλωστε πολύ αργά και έξω οι δημοσιογράφοι είχαν αφηνιάσει.
Έτσι αποχώρησα με σπασμένα φτερά, έχοντας πλήρη συνείδηση της οικτρής κατάστασής μου.
Το ίδιο βράδυ στο εστιατόριο του παλατιού στο οποίο διέμεναν οι σύνεδροι, κάθισα κουρασμένα δίπλα σε ένα κύριο, γοητευτικό είναι αλήθεια, αλλά κυρίως, και σε αντίθεση με μένα, ‘άστραφτε από καθαριότητα’. Συναισθανόμενη πάντα της δικής μου θλιβερής κατάστασης, στα αλήθεια ένιωθα σαν τη φτωχή του χωριού, δεν ύψωσα τα μάτια μου στον γοητευτικό άντρα ούτε μια φορά. Αλλά εκείνος επέδειξε ενδιαφέρον στο πρόσωπο μου, στη καταγωγή μου και μου μίλησε με σεβασμό για την Ελλάδα που εκπροσωπούσα. Δεν είχα καμία διάθεση να αναπτύξω ή να εμπλακώ σε μια συζήτηση μαζί του, άλλωστε ήμουν τόσο κουρασμένη που το μυαλό μου αρνούνταν πεισματικά να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα.
Έφαγα βιαστικά, ίσα να στυλωθώ και αποχώρησα γρήγορα ζητώντας από τον συνδαιτυμόνα μου να με συγχωρήσει και του ευχήθηκα καλό βράδυ. Σχεδόν έτρεξα –τρόπος του λέγειν, δηλαδή - ως το δωμάτιο μου. Η αλήθεια είναι πως η ομορφιά των ψηφιδωτών και των αραβουργημάτων στο ευρύχωρο εκείνο και πολυτελέστατο δωμάτιο με αποζημίωσαν κάπως, αλλά μόλις ξάπλωσα στο υπέρδιπλο κρεβάτι μου αποκοιμήθηκα αμέσως. Τρεις άυπνες νύχτες ήταν ικανές να με καταβάλουν, και ενώ η ώρα δεν ήταν ούτε έντεκα ακόμα και έξω άρχιζαν οι νυχτερινοί εορτασμοί, εγώ βυθίστηκα στον ύπνο.
Το πρωί ξύπνησα από ένα επίμονο κουδούνισμα που τρύπησε τα αφτιά μου. με δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και έψαξα για το ρολόι μου πάνω στο κομοδίνο. Είδα πως ήταν μόλις 5 το πρωί. σήκωσα το ακουστικό και τρομαγμένα ρώτησα τι συμβαίνει. Μου εξήγησαν πως ο οδηγός είχε καταφθάσει στην ώρα του για να με πάρει στο αεροδρόμιο. Ούρλιαξα πως είχαν κάνει λάθος, πως μόλις είχα φτάσει και πως ήταν αδύνατον – ακόμα κι αν το ήθελα να υποστώ την ίδια ταλαιπωρία χωρίς να ξεκουραστώ. Χρειαζόμουν τουλάχιστον 2 μέρες για να ‘αναρρώσω’ από όλο αυτό. Έλεγξαν πάλι τις καταστάσεις και διαπίστωσαν πως πράγματι είχαν κάνει λάθος. Δεν συνέχισα τον ύπνο μου, αποφάσισα να σηκωθώ, να κάνω ένα ντους, να αγοράσω καινούρια ρούχα από το ‘σουκ’ και να απολαύσω ότι απέμεινε από το ταξίδι μου. Πριν φύγω για την αγορά, αναζήτησα το συμπαθέστατο κύριο για να του ζητήσω συγγνώμη για την όχι τόσο ευγενική συμπεριφορά μου το προηγούμενο βράδυ, αλλά με πληροφόρησαν πως είχε φύγει.
Όπως με πληροφόρησαν ο φιλικός, ευεγενέστατος και γοητευτικός κύριος ήταν ο διάσημος Τούρκος συγγραφέας και δημοσιογράφος Νεντίμ Γκιουρσέλ, από τις σημαντικότερες μορφές της Τουρκικής διανόησης που πρόσφατα μάλιστα δικάστηκε από το δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης για βλασφήμια και υποδαύλιση θρησκευτικού μίσους. Ευτυχώς, ο άνθρωπος αθωώθηκε.
Άλλη μια ψυχρολουσία ήλθε να προστεθεί στην αλυσίδα των απογοητεύσεων καθώς ο Γκιουρσέλ είναι από τις προσωπικότητες που πάντα ήθελα να γνωρίσω από κοντά. Ο άντρας καθόταν δίπλα μου, μου μιλούσε με προσήνεια και εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα μπορούσα να εξαφανιστώ από τα μάτια του.
Οι επόμενες δύο μέρες κύλησαν πιο ευνοϊκά. Φορώντας τα καινούρια ρούχα που αγόρασα από το σουκ- δεν ξέρω κατά πόσο ήταν πιο καθαρά από τα δικά μου- δεν άφησα άνθρωπο στο παλάτι χωρίς να του μιλήσω και να ρωτήσω για το ποιος ήταν ή ποια χώρα εκπροσωπούσε. Ο χώρος έβριθε από σημαντικές προσωπικότητες από τις οποίες ξεχώρισα τον νέο υπουργό πολιτισμού της χώρας που με φιλοξενούσε: ένας συμπαθέστατος, κι οξυδερκής άνθρωπος λάτρης της Ελληνικής κουλτούρας. Ο άνθρωπος επαίνεσε την εισήγηση μου και διαβεβαίωσε πως τον επόμενο χρόνο θα βρίσκομαι και πάλι εκεί. Τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη και χωρίς να εγκαταλείψω στιγμή το χαμόγελο μου, σκέφτηκα πως κάτι τέτοιο δε θα γινόταν ποτέ, εκτός βέβαια αν μου εξασφάλιζαν απευθείας πτήση!
* Η παραλιακή πόλη Ασιλάχ βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Αφρικής, μόλις 20 χιλιόμετρα από την Ταγγέρη και βρέχεται από τον Ατλαντικό. Είναι μια μικρή, γραφική πόλη του Μαρόκου, που εκ πρώτης όψεως θυμίζει κυκλαδικό νησί. Στο παρελθόν υπήρξε Ισπανική αποικία, περιείλθε στα χέρια των Μαροκινών αλλά εγκαταλείφθηκε στην τύχη της. Ανοικοδομήθηκε από την κυβέρνηση πριν από ακριβώς 31 χρόνια και αναστυλώθηκαν όλα τα παλιά της κτίρια , κυρίως το παλάτι που δεσπόζει στην ανατολική άκρη της πόλης, για να γίνει το πιο σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της χώρας, αλλά και όλων των χωρών της βορείου Αφρικής. Κάθε χρόνο κατά τον μήνα Αύγουστο διεξάγονται διεθνή συνέδρια και φόρουμ, όπου άνθρωποι από όλο τον κόσμο συναντιούνται για να ανταλλάξουν απόψεις. Το φετινό συνέδριο διοργανώθηκε ενόψει ενός άλλου για μια Ένωση των χωρών της Μεσογείου.