Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014
Κείμενο της Ματούλας Τομαρά-Σιδέρη για το βιβλίο
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014
Η κατοικία της οδού Μουράτ (η ψυχή της Αιγύπτου)
Η κατοικία της οδού Μουράτ (η ψυχή της Αιγύπτου)
Γράφει η Ελένη Γκίκα στο Fractal
«Στους δρόμους του Καίρου/ περίπατος με τον Ναγκίμπ Μαχφούζ» της Πέρσας Κουμούτση. Εκδ. «Ψυχογιός», σελ. 227
«Όταν ήμαστε μικρά παιδιά ποιος από μας θα μπορούσε να φανταστεί ποια είναι η μοίρα του, ή για ποιο καθήκον προορίζεται;» Ναγκίμπ Μαχφούζ.
Εκπληρώνοντας, θα ‘λεγε κανείς, την εξίσωση της μοίρας της ή το καθήκον της, η συγγραφέας και μεταφράστρια του Ναγκίμπ Μαχφούζ, Πέρσα Κουμούτση, σε αυτό ακριβώς το βιβλίο θα έπρεπε να οδηγηθεί κι εδώ να ξαναγυρίσει: Στο μυθικό σπίτι της οδού Μουράτ και σε εκείνο το κορίτσι με το ποδήλατό της, όπου τότε εκείνο το πατρικό χάδι στο ζεσταμένο κεφάλι της από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού ούτε μπορούσε να φανταστεί το πού θα μπορούσε να την οδηγήσει.
«Ο χρόνος, δυστυχώς, κινείται πάντα προς τα εμπρός, ποτέ δεν επιστρέφει. Και καθώς προχωρά μπροστά, μοιράζει το πεπρωμένο που προορίζεται για τον καθέναν από εμάς, εκτελώντας έτσι τη βούλησή του. Οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής ή ανταλλαγής αυτής της αλήθειας δεν είναι παρά ένα φαιδρό παιχνίδι που απαλύνει την πλήξη της αιωνιότητας. Έπειτα, από τον χρόνο προέρχονται όλα εκείνα που ο καιρός αποσυνθέτει, αλλά κι όσα ανανεώνει, όλα εκείνα που του χαρίζουν την απόλαυση στη νεότητα και όλα εκείνα που προκαλούν τον πόνο στα γηρατειά, ως τη στιγμή του θανάτου». Ναγκίμπ Μαχφούζ.
Μ’ αυτό το βιβλίο, εν τούτοις, η συγγραφέας θα κάνει τον χρόνο, τελικά, να επιστρέψει. Και με αποσπάσματα ζωής και αποσπάσματα γραφής από τον μεγάλο δάσκαλο που η ίδια μετέφρασε, η Πέρσα Κουμούση θα κατορθώσει να ζωντανέψει: τα παιδικά της χρόνια και στην οδό Μουράτ, τις μνήμες και τις αγάπες της, τα πρώτα σκιρτήματα, τα πρώτα διαβάσματα, τους ήχους και τις εικόνες, τ’ αγγίγματα και όλες εκείνες τις μυρωδιές που διατηρούν ένα Κάιρο ζωντανό στην καρδιά της. Και φυσικά, τον Δάσκαλο. Τη μεγάλη και ευλογημένη συνάντηση της συγγραφικής και μεταφραστικής ζωής της. Το εμπεριείχε πάντα αυτό το βιβλίο εντός της. Αλλά το πλήρωμα του χρόνου διαθέτει τον δικό του ρυθμό. Και ήρθε η ώρα για να επιστρέψει. Για να διαπιστώσει ότι τελικά δεν έχει φύγει ποτέ, θα γυρίσει σε όλα εκείνα που ποτέ της, κατ’ ουσίαν, δεν έχει εγκαταλείψει. Πιο νωρίς, μπορεί να το έβλεπε αδιανόητο, θα μετάνιωνε αν το άφηνε για πιο αργά:
«Έτσι, όταν μου απηύθυναν τη συγκριμένη ερώτηση –«τον γνωρίσατε;»− εγώ σιωπούσα ή απαντούσα σχεδόν τραυλίζοντας πως ναι, τον είχα κάποτε συναντήσει. Δίσταζα, γιατί βαθιά μέσα μου ήξερα πως ό,τι κι αν έλεγα, ό,τι και αν απαντούσα δε θα ακουγόταν αληθινό· ή πως απλώς δε θα καταλάβαιναν την παράδοξη, σχεδόν μεταφυσική σχέση που είχα αναπτύξει μαζί του από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Τότε που τον πρωτοσυνάντησα έξω από εκείνη τη μυθώδη κατοικία της οδού Μουράτ, την κατοικία που έβλεπα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου».
Ήρθε η ώρα, λοιπόν, επιτέλους να μιλήσει γι’ Αυτόν. Αλλά και για την δική της Αίγυπτο, τελικά να μιλήσει. Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που είναι πολλά: Ποιητική υπαρξιακή αλληγορία για τη ζωή και το βαθύτερο νόημά της. Ατμοσφαιρική αυτοβιογραφία για την Αίγυπτο των μεγάλων αλλαγών. Και παράλληλα, η ζωή και το έργο του Ναγκίμπ Μαχφούζ έτσι όπως διασταυρώθηκαν αλλόκοτα η ζωή του με τη ζωή της:
«Απ’ όλους, όμως, είχα ξεχωρίσει έναν μελαψό, πανύψηλο άντρα με αβρό πρόσωπο, τυπικά αιγυπτιακά χαρακτηριστικά πίσω από τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά του και ένα άδολο χαμόγελο που σχεδόν δεν έσβηνε ποτέ. Τα μεγάλα, σκούρα του γυαλιά σκίαζαν ένα μεγάλο μέρος του προσώπου του, άφηναν όμως να διακρίνονται, αν και πίσω από το ελαφρώς φιμέ γυαλί, δυο μάτια με έντονο βλέμμα, εκφραστικά, που έσταζαν πάντα ζεστασιά και καλοσύνη. Τον ξεχώρισα γατί κάθε φορά που κατέβαινε από τη λιμουζίνα του χαιρετούσε τον κηπουρό με εγκαρδιότητα, σαν να ήταν φίλοι από τα παλιά· κι ήταν ένας χαιρετισμός που ο γέροντας δεχόταν με μεγάλη υπερηφάνεια.
Στην αρχή ο ψηλός αυτός άντρας δε μας μιλούσε − ίσως και να μην είχε προσέξει την παρουσία μας, αφού φροντίζαμε, τουλάχιστον στην αρχή, να μην την κάνουμε αντιληπτή. Προφανώς τον απασχολούσαν σοβαρότερα ζητήματα από τη δική μας ύπαρξη. Έπειτα, όμως, όταν ξεθαρρέψαμε και εξοικειωθήκαμε περισσότερο με την παρουσία του και πλησιάζαμε ακόμα πιο πολύ, άπλωνε το χέρι του σε μας για μια φιλική χειραψία, ή χάιδευε τα κεφάλια μας που έκαιγαν κυριολεκτικά από την παρατεταμένη έκθεσή μας στον ήλιο, αφήνοντας ένα μικρό γέλιο συνενοχής που ποτέ δε θα ξεχάσω [...]
«Από τότε τον περίμενα κάθε βδομάδα, την ίδια μέρα, για να του δώσω το χέρι μου και να ανταλλάξουμε δυο χαμόγελα συμπάθειας και αναγνώρισης. Άλλοτε, πάλι, όταν τον έβλεπα να πλησιάζει, έτρεχα αμέσως προς την καγκελόπορτα εκείνου του μυθικού στα παιδικά μου μάτια κτιρίου, με την ελπίδα να εισπράξω πάλι τις ευλογίες του − τις ευλογίες ενός ανθρώπου που θεοποίησα από ένστικτο, πριν ακόμα τον γνωρίσω».
Κι από τότε, βεβαίως, θα συμβούν τόσα πολλά! Στη ζωή πάντα συμβαίνουν πολλά, και προηγουμένως είχαν συμβεί πολλά: η επανάσταση του Οράμπι του 1919, ο Νάσερ, το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο την Πέρσα την αφορά. Πάντα θα την αφορά και σ’ αυτό το βιβλίο το εμπεριέχει. Όπως και η Αίγυπτος που ο ίδιος συμβολίζει την αφορά: οι Πυραμίδες κι ο Νείλος. Η έρημος, τα λούπινα και το ψητό καλαμπόκι. Η Αμπέτειος σχολή, το Πανεπιστήμιο, οι συναντήσεις με τον Δάσκαλο, η έννοια της ταυτότητας, του ξένου και του επαναπατρισμού, η απώλεια και ο χρόνος και πάνω απ’ όλα τα αραβικά, η χρυσή κλωστή που τους ένωσε και θα συνεχίζει να τους ενώνει για πάντα.
«Πολλοί άλλοι ασχολήθηκαν – και ενδεχομένως στο μέλλον θα ασχοληθούν με το έργο του-, αλλά η δική μας σχέση μοιάζει με εκείνη των εραστών που άγγιξαν το υπέρτατο σημείο ηδονής και, χορτασμένοι πια, τράβηξαν για πιο γήινες και λιγότερο απαιτητικές συγκινήσεις».
Ένα βιβλίο που σχεδόν αποτελεί ένα καινούργιο είδος. Μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία που αποτελεί μελέτη, τελικά, για τον αγαπημένο της συγγραφέα. Δυο βίοι παράλληλοι τους οποίους ενώνει η Λογοτεχνία και η Αίγυπτος. Ένα μυθιστόρημα πολυεπίπεδο, αλληγορικό και ποιητικό, που αποτελεί την ίδια αυτή καθ’ εαυτή την ψυχή της Αιγύπτου. Και τον πυρήνα της ύπαρξής μας: την ταυτότητα η οποία είναι τόσα πολλά μαζί.
Εξάλλου «Πατρίδα δεν είναι ο ίδιος ο τόπος, δεν είναι μια γη με συγκεκριμένα σύνορα, αλλά το πνευματικό περιβάλλον που οριοθετούν οι απόψεις και οι πεποιθήσεις ενός λαού» (Ναγκίμπ Μαχφούζ). Και την απόδειξη, φυσικά, ότι το παρελθόν δεν είναι χρόνος τετελεσμένος, χρόνος νεκρός.
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012
Χάρτινες Ζωές - Ανάγνωση της Πέρσας Κουμούτση
Ρίχνοντας λοιπόν, μια κλεφτή ματιά μέσα στην ιστορία αυτών των γυναικών συνειδητοποιούμε ότι η αλήθεια μιας ζωής, όπως επίσης, και οι επιλογές που γίνονται μέσα στο χρόνο, τις περισσότερες φορές, αποτελούν το έναυσμα μιας προκαθορισμένης πορείας.
Η ανάδυση της αλήθειας της ζωής της γιαγιάς Μαριάνθης αποκαλύπτει τα μυστικά της μεταγενέστερης Ανθής και αυτό αποτελεί το κλειδί της πλοκής αυτού του μυθιστορήματος, που έχει ως κεντρικό θέμα την έννοια της ελευθερίας της γυναίκας μέσα στο χρόνο. Έντονο στοιχείο του μυθιστορήματος αυτού είναι η εξομολογητική ένταση των περιγραφών της ψυχικής κατάστασης των ηρώων, που δίνει την αίσθηση του επείγοντος, με μια δόση απολογητικής χροιάς, σαν ν’ αρθρώνονται ενώπιον ενός αφανούς κριτή από το πόρισμα του οποίου κρίνεται η αθωότητά τους μέσα στην πορεία του χρόνου.
«Έμοιαζε σαν να είχε κλειδωμένο σε ένα μικρό κλουβί ένα υπέροχο, σπάνιο πουλί που στόλιζε τη ζωή της, ένα πλάσμα μαγικό το οποίο φρόντιζε με όλη της τη νεανική, εγωιστική αγάπη, και που της ανήκε αποκλειστικά, αφού μόνο εκείνη είχε το ξεχωριστό δικαίωμα να το βλέπει, να το αγγίζει και να απολαμβάνει το υπέροχο κελάηδημά του» (2).
Οι αρετές αυτή της σύλληψης, δηλαδή γυναικών που ομολογούν: «Αλλά τότε, όπως σου είπα, Ανθή μου, τα χρόνια ήταν δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Και δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να ξεφύγει μια κοπέλα από τον κλοιό της οικογένειας, γιατί πέρα απ’ όλα τα άλλα, είχε να αντιπαλέψει με τους δικούς της ανθρώπους» (3) πηγάζουν από το απλό γεγονός ότι η αφηγήτρια δεν οφείλει εξηγήσεις σε κανέναν παρά μόνο στη γενιά που έρχεται. Η Πέρσα Κουμούτση, στη δύσκολη αυτή καμπή, θα κάνει ένα απίθανο άλμα καταδικάζοντας τις ηρωίδες της σε ισόβια πλήξη με μόνη διαφυγή την προσπάθεια προειδοποίησης των επερχόμενων γενεών. Εκεί βρίσκεται και η ανάφλεξη του καλλιτεχνικού σπινθήρα του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου. Απέναντι στον μονότονο συναισθηματισμό, το μυθιστόρημα αντιπαραθέτει την ανάγκη για εξομολόγηση με σκοπό τη διαφύλαξη της προσωπικής ελευθερίας, δηλαδή του ζωτικού χώρου ύπαρξης. Είναι ακριβώς εξαιτίας αυτής της ανάγκης για ελευθερία που η υπέρβαση του «οικογενειακού λάθους» φανερώνεται ως εικονοποιία, ως εικόνα του ουσιώδους στοιχείου στην ιστορία της αφήγησης. Η επιθυμία για συναισθηματική ολοκλήρωση συνήθως οδηγεί στην συνειδητοποίηση ότι η ελευθερία χωρίς την πειθαρχία δεν μπορεί να υπάρξει. Και τότε είναι που ανακαλύπτει κανείς ότι η ελευθερία είναι ένα όνειρο που οι άλλοι δεν μπορούν ποτέ να σου κλέψουν.
«Η πραγματική ελευθερία βρίσκεται στην αυτοσυνείδηση, στην επίγνωση που αποκτά κανείς με τα χρόνια· αλλά κυρίως βρίσκεται στη συναισθηματική μας ολοκλήρωση» (4).
Παραπομπές:
1. Πέρσα Κουμούτση, Χάρτινες Ζωές, σελ.27, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2011
2. ό.π., σελ. 53
3. ό.π., σελ. 32
4. ό.π., σελ. 310
Δευτέρα 16 Απριλίου 2012
«Χάρτινες Ζωές», από τη φιλόλογο Βίκυ Κόλλια
Η ελληνική διασπορά ανά τους αιώνες τροφοδότησε και τροφοδοτεί την ανθρωπότητα με ισχυρά πνεύματα, αληθινούς διανοούμενους, Έλληνες που μας έχουν κάνει περήφανους και διακρίνονται στον χώρο του πολιτισμού και των γραμμάτων.
Δεν είναι συμπτωματικό που στις παρυφές του ελληνισμού αναπτύσσονται τόσο ισχυρές δυνάμεις ικανές να αμυνθούν σε ό,τι κλόνιζε ή κλονίζει την πολιτιστική αυθυπαρξία του λαού μας. Ίσως η χιλιομετρική απόσταση από την πατρίδα, ίσως το γεγονός ότι κουβαλούν μέσα τους τα πιο υγιή στοιχεία του πολιτισμού μας, που ατόφια τα μεταφέρουν από γενιά σε γενιά, ίσως ακόμα η ευθύνη να αποκαθιστούν και να καταξιώνουν την βιολογική τους πατρίδα κάνει τους ομογενείς μας τους πιο ευαίσθητους δέκτες και αναπαραγωγείς πολιτισμού.
Η Πέρσα Κουμούτση ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των διανοουμένων που είχαν την τύχη να γεννηθούν και να γαλουχηθούν στην ελληνική ομογένεια της Αιγύπτου η οποία, αιώνες πίσω, υπήρξε φωτοδότης του παγκόσμιου πνευματικού στερεώματος.
Οι Έλληνες της Αιγύπτου, όπως όλοι γνωρίζουμε, μια που στη μικρή μας κοινωνία έχουν επιλέξει να ζουν αρκετοί, είναι διανοούμενοι εξ απαλών ονύχων. Πνεύματα φωτεινά, πολυγνώστες, άνθρωποι δημιουργικοί, ανήσυχοι, πρωτοπόροι, διαθέτουν ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία και διακρίνονται με ό,τι κι αν ασχοληθούν.
Η κα. Πέρσα Κουμούτση έχει καταγεγραμμένες τις περγαμηνές της, καθώς διαθέτει εξαιρετικές σπουδές και σημαντικό μεταφραστικό έργο, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων του Αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ, καθώς και αραβική ποίηση.
Τιμήθηκε από το αιγυπτιακό κράτος το 2006 για την προσφορά της και τη συμβολή της στην προώθηση της αιγυπτιακής και της αραβικής λογοτεχνίας. Για το μεταφραστικό της έργο, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Καβάφη.
«Οι Χάρτινες Ζωές», το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της, διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί. Η θηλυκή παρουσία κρατά τον βασικό ρόλο στο έργο της, που με το περιτύλιγμα του μυθιστορήματος, παρουσιάζει ένα ψυχογράφημα της Ελληνίδας του 20ου αιώνα σε διάφορες ιστορικές στιγμές.
Η Μαριάνθη, η νεαρή μικρασιάτισσα, που μέσα από έναν φοβερό ξεριζωμό , θυσίασε το ‘θέλω’ για τα ‘πρέπει’ της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας. Έμαθε να συμβιβάζεται μαζί με τις μνήμες από την Ιωνία και εκείνες για τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής της.
Η Μέλπω ή αλλιώς η Βικτωρία η αριστερή, η ασυμβίβαστη, η γεννημένη επαναστάτρια ως θύμα ενός συντηρητικού καθεστώτος φεύγει για τη Σοβιετική Ρωσία, όπου βιώνει την απόλυτη ευτυχία για να βουλιάζει μέχρι το τέλος της ζωής της , που εκείνη επέλεξε, στη μοναξιά.
Και η Ανθή, που τυπικά είναι η πρωταγωνίστρια, αφού οι ρόλοι δεν είναι ξεκάθαρα διανεμημένοι.
Η Ανθή παρουσιάζεται πραγματικά ως η μόνη από τις τέσσερις γυναίκες του βιβλίου που καθυστερεί να κάνει την επανάστασή της στα ταραγμένα χρόνια της επταετίας στην Ελλάδα που νοσταλγεί την πρόοδο αλλά βιώνει την απόλυτη συντήρηση. Η τόσο ταραγμένη και δυστυχισμένη ζωή της γιαγιάς της Μαριάνθης όσο και της μητέρας της Βικτωρίας συνέθλιψαν συναισθηματικά την Ανθή και στη νιότη αλλά και στην ωριμότητά της. Ενοχική, δίχως ασφαλές γυναικείο πρότυπο αιφνιδιάζει τον αναγνώστη με τις αντιδράσεις της.
Ο έρωτας πλανιέται στην ατμόσφαιρα, άλλοτε ως πηγή ευτυχίας και άλλοτε ως τραγικός πρωταγωνιστής. Αξίζει άραγε κανείς ν’ αγαπά και να θυσιάζεται για την αγάπη του;
Δεν πρόκειται για φεμινιστικό βιβλίο αλλά για βαθιά ανθρώπινο έργο που απλά επιβεβαιώνει την αλήθεια πως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια αποτελούν βασικά αγαθά, πυλώνες της αυτοσυνειδησίας ίσως και της ευτυχίας.
Η πολύ ευαίσθητη χρήση της ελληνικής γλώσσας αλλά το ιδιαίτερο ύφος που έχει διαμορφώσει, κάνουν την συγγραφέα μας ξεχωριστή, μια ελληνίδα λογοτέχνιδα που διαβάζουμε και θα διαβάζουμε στο μέλλον με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση.
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012
Για τις "Χάρτινες ζωές", της Βασιλικής Λαμπροπούλου
Ένα κείμενο της φιλολόγου & Γραμματέα Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών Βασιλικής Λαμπροπούλου. Ευχαριστώ για την τιμή.
«Οι ανείπωτες ιστορίες, οι αθέατες από τους άλλους ιστορίες, είναι οι πιο αληθινές, οι πιο καθοριστικές στη ζωή ενός ανθρώπου».


Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012
Ανάμεσα σε δύο άντρες και δύο πόλεις...
Μια υπέροχη ανάρτηση της Ελένης Γκίκα στη σελίδα της στο ethnos.gr για το Καφέ Κλεμέντε
Ανάμεσα σε δύο άντρες και δύο πόλεις
Μια ελεγειακή ιστορία για τον χαμένο χρόνο, την ψευδαίσθηση του έρωτα και τη μαγική αντανάκλαση ζωής και τέχνης είναι το μυθιστόρημα «Καφέ Κλεμέντε» της Πέρσας Κουμούτση.
«Πώς να εγκαταλείψω αυτή την πόλη, /χωρίς ούτε μια πληγή/ στην καρδιά και στην ψυχή...» («Δυτικά του Νείλου», Εκδ. «Ψυχογιός», 2008).
Ποτέ της δεν εγκατέλειψε αυτή την Πόλη, διότι για κείνη δεν υπήρξε απλώς γενέθλια γη αλλά και το κλειδί: για να κατανοήσει τα ακατανόητα, ν’ ανοίξει τη θαυματουργικά ιαματική πόρτα της λογοτεχνίας, ν’ αντιληφθεί τα ομιχλώδη ιστορικά γυρίσματα, να διασώσει τον χωροχρόνο στο χαώδες εφήμερο, να έχει ήδη μια πρόγευση παράδεισου, ώστε να ξέρει...

Στο πρώτο της μυθιστόρημα «Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων», η αφηγηματική της δεινότητα ήταν ήδη ορατή: ατμόσφαιρα, χαρακτήρες με σάρκα και αίμα, στην εποχή των ηρώων-καρτούν, ιστορικοπολιτικό πλαίσιο πασιφανές ακόμα και στα ερωτικά βήματα, στα διλήμματα, στις επιλογές, ακόμα και στο πιο παράδοξο πεπρωμένο.
Στο επόμενο που ακολούθησε «Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος» όλη η λάμψη της παρακμής στην εποχή τη μετά Καβάφη.
Στην Αίγυπτο του εξήντα και του Νάσερ επανέρχεται πέρυσι με το μυθιστόρημα «Δυτικά του Νείλου». Και χρησιμοποιώντας ως όχημα μια ερωτική ιστορία, ανατέμνει το κοινωνικό και ταξικό χάσμα, παρακολουθεί ως σχολαστικός εντομολόγος το γύρισμα της Ιστορίας. Και τη φουρτούνα που προξενεί στ’ ανθρώπινα.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα η Πέρσα πηγαίνει ακόμα πιο πέρα, μεταβάλλει τον χαμένο χρόνο σε τέχνη. Και με τρόπο επιδέξιο, εγκιβωτίζει τη ζωή και την τέχνη. Ετσι που μια ζωή, να φαντάζει σαν ρόλος. Και το δράμα, σαν μια παράσταση που όλο θα παίζεται, ακόμα κι όταν η μνήμη φαίνεται κάπου να εγκαταλείπει στον δρόμο...
«Το ανεκπλήρωτο παραμένει αναπόδραστο», είναι το μότο που ορίζει τη ζωή της Ελισάβετ στο «Καφέ Κλεμέντε». Σε όλα τα πεδία. Οχι μονάχα σε εκείνο που πρωτοεπίπεδα εκδηλώνεται, το ερωτικό, αλλά και στα άλλα, όσον αφορά την Πόλη που μας ακολουθεί, τον Παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, τον τέλειο ρόλο, την Τέχνη.
Ετσι, η Ελισάβετ που είναι ηθοποιός, θα ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια μεσουρανώντας για να βασιλέψει στο Παρίσι, διχασμένη ανάμεσα σε δύο άντρες: τον ιδεαλιστή Αλέξανδρο που αξίζει την αγάπη της και που την αγαπά με αλήθεια, αλλά και τον ανάξιο Πιέρ, όμως ποιος από μας επιλέγει να αγαπήσει αυτόν που αξίζει; Κι αναζητώντας τον ρόλο της ζωής της και τον μεγάλο ρόλο, θα βρεθεί αντιμέτωπη με το Παρίσι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και με την Ιστορία. Και το σενάριό της πια θα παιχτεί μόνον ιδιωτικά, η ναζιστική Γερμανία θα σαρώσει το Σύμπαν.
Η Ιστορία, τη μικρή της ιστορία, όπως και ο Χρόνος την ίδια της την ψυχή. Κτυπώντας εκεί όπου κατοικεί η Ταυτότητα, στη Μνήμη.
Αλλά, όπως ο γεννημένος συγγραφέας, «Σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει το χρωστά στο «παρά τούτο», σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια».
Σαν «παρά τούτο» λοιπόν, θα ανακαλύψει και η Ελισάβετ εκείνο το σενάριο: το έργο που δεν έπαιξε και τη ζωή που ξέχασε. Για να αναπλάθει -και να αναπλάθεται εις το διηνεκές- εκείνος ο δικός της ερωτικός «ηρωισμός αδυναμίας».
Επειδή «Αν μελετούσε κανείς όλα τούτα τα πεπρωμένα και τόσα άλλα παρόμοια, σίγουρα θα παραδεχόταν πως δεν υπάρχει άλλος ηρωισμός, απ’ τον ηρωισμό της αδυναμίας».
Κι όπως ο Aσενμπαχ του Τόμας Μαν, έτσι και η Πέρσα γίνεται «ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί»...
Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα υποδόρια και βαθιά, που τόσα λέει κι άλλα τόσα υπονοεί και σημαίνει, με χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και αντιφατικούς, είμαστε όλοι φως και σκοτάδι, η συγγραφέας διασώζει και πάλι δύο πόλεις: την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι μιας κομβικής και σημαντικής εποχής. Υπό τη δοκιμασία της βαριάς πατημασιάς, γερμανικής μπότας επί τω προκειμένω, της Ιστορίας. Και μεταπλάθει σε Τέχνη μέσα στην ίδια την ιστορία την Ιστορία, την Εποχή, έναν Ερωτα, τη Ζωή, για να αναψηλαφήσει λάθη και πάθη που αναπαράγονται στις ζωές των ανθρώπων, διότι σε ένα πεπερασμένο Σύμπαν κατά τον Πουανκαρέ, δεν γίνεται παρά να επαναλαμβάνονται οι οδυνηρές και ηδονικές σκηνές μέσα στον Χρόνο. Το αποτέλεσμα, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που αντανακλά Εποχή, Χώρο και Χρόνο. Μια ιστορία για το ψευδαισθησιακό του έρωτα και για τη μαγική αντανάκλαση ζωής και τέχνης. Σαν διπλό κάτοπτρο: βίος και ρόλος. Μια ελεγειακή ιστορία για τον Χαμένο Χρόνο.
TAYTOTHTA
- Η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου. Σπούδασε αγγλική και αραβική λογοτεχνία στο Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, και παρακολούθησε μαθήματα μετάφρασης και διερμηνείας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου (AUC).
- Ηλθε στην Ελλάδα το 1983 και τα πρώτα χρόνια δίδαξε στη Μέση και Ανώτερη Εκπαίδευση. Από το 1992 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Εγινε ιδιαίτερα γνωστή μεταφράζοντας στα ελληνικά το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του Ναγκίμπ Μαχφούζ, καθώς και έργα άλλων Αράβων συγγραφέων και αραβική ποίηση. Στο μεταφραστικό της έργο συγκαταλέγεται και η μετάφραση του Κορανίου.
- Το 2001 τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη, ενώ το 2006 το αιγυπτιακό κράτος της απένειμε τιμητικό μετάλλιο για τη συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής λογοτεχνίας.
- Πρωτότυπα έργα της είναι: «Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων», «Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος» και «Δυτικά του Νείλου». Από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» κυκλοφόρησε πρόσφατα το καινούργιο της μυθιστόρημα: «Καφέ Κλεμέντε».
«ΚΑΦΕ ΚΛΕΜΕΝΤΕ» της Πέρσας Κουμούτση.
Εκδ. «Ψυχογιός»,
σελ. 336,
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
elgika@pegasus.gr
Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009
Λίγα λόγια για το "Καφέ Κλεμέντε" από την Ιουστίνη Φραγκούλη

Μου άρεσε ο σεμνός της τρόπος και η ευγενική της φύση. Την είχα ήδη ξεχωρίσει για τις εκπληκτικές μεταφράσεις της πάνω στα βιβλία του Αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ. Συχνά μπαίνοντας στο διαδίκτυο έπεφτα πάνω στο μυθιστόρημά της «Πέρα απο το Νείλο», το οποίο δεν είχα την ευκαιρία να διαβάσω.
Ωστόσο, φέτος στην έκθεση του ΕΚΕΒΙ στη Θεσσαλονίκη , η κοινή μας αγαπημένη φίλη Ελένη Γκίκα, μάς έφερε πιο κοντά. Κι απο τα χέρια της σεμνής Πέρσας πήρα το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Καφέ Κλεμέντε», το οποίο περιέφερα στις διακοπές μου, απο τη Λευκάδα, μέχρι τη Ρόδο ανοίγοντας πού και πού κάποιες σελίδες. Αυτές οι πλανεύτρες περιπλανήσεις κατέφαγαν το χρόνο χωρίς αντίκρυσμα.
Κι έτσι στο σκιερό περιβάλλον της πόλης μου κατόρθωσα να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα της Πέρσας Κουμούτση, που κινείται πάνω στον άξονα Παρίσι-Αλεξάνδρεια την εποχή προ του πολέμου αλλά και κατα τη διάρκειά του με πρωταγωνίστρια μια Αλεξανδρινή θεατρίνα , την Ελισάβετ.
Η Πέρσα Κουμούτση με την πέννα της μεταφέρει εικόνες απο την Αλεξάνδρεια της μνήμης αλλά και απο το Παρίσι του πολέμου με πειστικότητα πασπαλίζοντας την ιστορία με το ιδιότυπο προσωπικό αποτύπωμα της θεατρίνας Ελισάβετ.
Πρέπει να πώ ότι η Ελισάβετ, γυναίκα δοσμένη με πάθος στο θέατρο ή μάλλον παραδομένη στο υπερεγώ της, μου θυμίζει εν πολλοίς ηρωίδες του Ντάρελ απο το « Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», αφού η ζωή στρέφεται γύρω απο την ομορφιά και την καριέρα της. Αλλωστε, ο ακαδημαϊκός σύζυγός της ο Αλέξανδρος, θαυμαστής αυτού του υπερεγώ της γυναίκας, το τρέφει και το στηρίζει χωρίς ενδοιασμούς, βυθιζόμενος ολοένα στην αυταπάρνηση και την αυτοταπείνωση.
Ο Αλέξανδρος ζεί υπο το φώς της συζύγου του, την οποία επιλέγει εξαιτίας αυτού του υπερεγώ της. Κι αυτή την αναπόδραστη ματαιοδοξία της επιδιώκει να υπηρετήσει με κάθε τρόπο, ατυχώς και ανεπιτυχώς.. Αλλωστε έτσι ήταν μαθημένος καθώς μεγάλωσε κι έζησε υπο τη σκιά του αδελφού του Επαμεινώνδα , που τώρα συνεργάζεται με τους Γερμανούς ζώντας και προοδεύοντας στη χώρα του Γ Ράιχ.
Οι διάλογοι των δύο αδερφιών για την εξάπλωση του φασισμού δείχνουν τον εκ διαμέτρου αντίθετο χαρακτήρα τους αλλά και την απόλυτα ασύμβατη στάση τους απέναντι στη ζωή.Ο ένας είναι αδίστακτος, ο άλλος ονειροπόλος.
Και η Ελισάβετ ατάραχη για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ανίκανη να αισθανθεί το παραμικρό για τον άνδρα της-ούτε καν την ελάχιστη ευγνωμοσύνη για την άδολη αγάπη του- ξεχύνεται σ’ έναν αγώνα δρόμου να κατακτήσει τη θεατρική σκηνή του Παρισιού με όποιο κόστος, αφαιρώντας απο τη συνείδησή της το υπαρκτό τοπίο του πολέμου στην ίδια της την πόλη.
Ακόμη και ο έρωτας για τον συμπρωταγωνιστή της Πιέρ έχει κάτι απο πάθος δεμένο με σκοπιμότητα, καθώς εκείνος με ελληνογαλλική καταγωγή,σύμφωνα με τα πλάνα της Ελισάβετ θα μπορέσει να την αναδείξει ως συμπρωταγωνίστριά του στη γαλλική πρωτεύουσα. Ωστόσο, η αναίδεια και επιπολαιότητά του, ίδια κι απαράλλαχτα στοιχεία με εκείνα του δικού της χαρακτήρα, την απογοητεύουν και την κάνουν να συνειδητοποιήσει τη δική της στάση απέναντι στο σύζυγό της.
Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος χάνεται και χάνει τα λογικά του παίρνοντας προσωπικά όλη αυτή την ταπείνωση του Χίτλερ, που πατούσε ανελέητα τη μπότα του στην Ευρώπη σαρώνοντας ιδεολογίες και ουμανισμό. Ταυτόχρονα πτοείται, που αντί να γίνει ο στύλος του υπερεγώ της γυναίκας του , την απογοητεύει με την απραξία του , με την ανικανότητά του να την ανεβάσει στο σανίδι των χειροκροτημάτων, εκεί στο Παρίσι των ευκαιριών.
Ο Αλέξανδρος γίνεται αναχωρητής της ζωής γιατί δεν την αντέχει. Και η Ελισάβετ δέσμια του ακυρωμένου της εγώ, αποβαίνει παρατηρήτρια των γεγονότων, στα οποία επέλεξε να παίξει την κομπάρσα. Κι ας συνεχίζει μεταπολεμικά να θριαμβεύει στο θέατρο, όπως είχε επιλέξει.
Το μυθιστόρημα με πολλές και δυνατές περιγραφές απο την Αλεξάνδρεια του Μεσοπολέμου, με όμορφες αναφορές στο Παρίσι του Πολέμου, επιχειρεί να μεταφέρει το διάλογο των πρωταγωνιστών με το ίδιο τους το εγώ. Ωστόσο τούτος ο διάλογος φαίνεται να γίνεται άτονος και αγόνιμος καθώς η μοίρα τους τελικά διαγράφεται απο τις επιφανειακές συνθήκες κι όχι απο την εσωτερική τους πάλη.
Ενα όμορφο ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα, που δίνει υλικό για βαθύτερες και δυσκολότερες σκέψεις."
Η Ελένη Τσαμαδού για το "Καφέ Κλεμέντε"

Πριν λίγες μέρες, η Ελένη Τσαμαδού μου έκανε την τιμή να πει λίγα λόγια το νεό μου βιβλίο΄που πραγματικά με συγκίνησαν.
Η Κατερίνα Καριζώνη για το “Καφέ Kλεμέντε”

H Kατερίνα Καριζώνη μου έκανε την τιμή να παρουσιάσει το βιβλίο μου στο blog της. Την ευχαριστώ θερμά και της εύχομαι καλοτάξιδα και τα δικά της βιβλία.
“Ενα ακόμα μυθιστόρημα προστίθεται στο αξιοσημείωτο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο της Πέρσας Κουμούτση , το Καφέ Κλεμέντε , που κυκλοφόρησε τελευταία από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.Η Πέρσα Κουμούτση , πολύγλωσση Αιγυπτιώτισσα από το Κάιρο που τιμήθηκε με το βραβείο Καβάφη το 2001 και με μετάλλιο τιμής από το αιγυπτιακό κράτος για το συνολικό μεταφραστικό της έργο το 2006 , έχει καταξιωθεί και στον χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας με τα δικά της μυθιστορήματα. Πέραν του γεγονότος ότι μας έφερε σε επαφή με το έργο του νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαφχούζ ,η Πέρσα μας έδωσε και δείγματα αξιόλογης γραφής με το προηγούμενο μυθιστόρημά της Δυτικά του Νείλου αλλά και με το τελευταίο της βιβλίο το Καφέ Κλεμεντε.Βέβαια στα βιβλία της Πέρσας Κουμούτση αναγνωρίζει κανείς με την πρώτη ματιά τα ίχνη της χαμένης ελληνικής παροικίας , τους θαμπούς χάρτες της παλιάς αλεξανδρινής μυθολογίας . Τόσο στο προηγούμενο βιβλίο της όσο και σ΄αυτό διακρίνει κανείς την “πρωτεύουσα της μνήμης” όπως την ονόμασε ο Λώρρενς Ντάρρελ να πλανιέται ως σκηνικό αλλά και ως βιωμένος χώρος στις ζωές των ηρώων. Στο καφέ Κλεμέντε , το περίφημο καφέ γίνεται η γέφυρα για να ενωθούν οι ζωές των πρωταγωνιστών που μοιράζονται ανάμεσα στην Αλεξάνδρεια και στο Παρίσι . Μια φιλόδοξη ηθοποιός παντρεύεται έναν έλληνα φέρελπη καθηγητή Πανεπιστημίου .Στις ζωές τους που κυλούν πλέον παράλληλα ξυπνούν φαντάσματα από το παρελθόν τους , μορφές που τους στοιχειώνουν , πάθη που τους οδηγούν στην αυτοκαταστροφή . Ο B παγκόσμιος πόλεμος εμφανίζεται ως δίνη που ανατρέπει τη νωθρή καθημερινότητά τους , ενώ τα επαναστατικά κινήματα της εποχής σπρώχνουν τους ήρωες σε καινούργιες επιλογές και αποφάσεις. Το τέλος είναι μια έκπληξη για τον αναγνώστη. Η Πέρσα Κουμούτση μ΄αυτό το μυθιστόρημά της αποδεικνύει την δεξιοτεχνία της στην αφηγηματική γραφή , την μυθοπλαστική της ικανότητα αλλά και την βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας . Μας δίνει λοιπόν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με ανατροπές , πληθώρα ιστορικών στοιχείων που αφορούν το καθημερινό φόντο της εποχής και διαβάζεται απνευστί . Για τους λάτρεις βέβαια της Αλεξάνδρειας αποτελεί μια τρυφερή υπενθύμηση μιας πόλης που αιωρείται ως αντικατοπτρισμός αλλά και ως ένα μακρυνό φως που αχνοφέγγει πίσω από τις λέξεις.”