ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ, Στους δρόμους του Καΐρου, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 227.

Εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια αποτελεί την «ελληνική φωνή» του Αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ, αλλά και αρκετών άλλων αράβων συγγραφέων, μέσα από την επαγγελματική της ενασχόληση με τη μετάφραση. Έχοντας παράλληλα, μέσα σε αυτά τα χρόνια, βρει τη δική της λογοτεχνική φωνή, καταθέτοντας πέντε μυθιστορήματα μέσα σε μία περίπου δεκαετία, η Πέρσα Κουμούτση, με το τελευταίο της έργο, επιχειρεί μια ενδοσκόπηση, ένα ξεκαθάρισμα, για την ίδια και τους αναγνώστες της, των δρόμων που την οδήγησαν από το Κάιρο, όπου γεννήθηκε, στην Αθήνα και στον κόσμο της λογοτεχνίας.

Την πορεία αυτή, αυτοβιογραφική και ταυτόχρονα διανοητική, χαρτογραφεί στο καινούργιο της βιβλίο, με τίτλο Στους δρόμους του Καΐρου. Πρόκειται για ένα κείμενο υβριδικού χαρακτήρα, καθώς μέσα στις σελίδες του συμφύρονται αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, εκτενή παραθέματα και σχόλια θαυμασμού για το έργο του Ναγκίμπ Μαχφούζ (που αποκαλείται πάντα «ο δάσκαλος»), αλλά και μυθιστορηματικά στοιχεία (όπως προδιαθέτει η υπόμνηση στο εξώφυλλο: «Βασισμένο σε αληθινή ιστορία», αλλά και η παραδοχή της ότι τα γεγονότα «δεν αλλοιώθηκαν, ακόμα κι αν άγγιζαν κάποιες φορές τη σφαίρα του φανταστικού»).

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κινείται γύρω από τρεις πόλους, που αποτελούν και τους ισόκυρους πρωταγωνιστές της: την νεαρή Αιγυπτιώτισσα, τον ήδη αναγνωρισμένο συγγραφέα και το ίδιο το Κάιρο, μετωνυμία της σύγχρονης Αιγύπτου.

Τα παιδικά χρόνια της αφηγήτριας περνούν στη σκιά της εξόδου της ελληνικής παροικίας από τη χώρα του Νείλου. Είναι η περίοδος της επανάστασης του Γκαμάλ Αμπντ ελ Νάσερ και των Ελεύθερων Αξιωματικών, των εθνικοποιήσεων, του προσωρινού θριάμβου του αραβικού εθνικισμού. Για την αφηγήτρια, το ιστορικό αυτό πλαίσιο, που λειτουργεί περισσότερο ως φόντο, δεν θέτει ιδιαίτερα προβλήματα: κανένα πένθος για τα «χαμένα μεγαλεία» δεν σκιάζει την παιδική της ηλικία (ούτε τον αναστοχασμό της ενήλικης συγγραφέως). Μοναδικό σημάδι η εξαναγκασμένη μετακόμιση σε μια φτωχότερη συνοικία και η διαρκής απουσία του πατέρα, που αναγκάζεται να εργάζεται αδιαλείπτως για να ζήσει την οικογένειά του.

Τα ζητήματα ταυτότητας που προκαλεί η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητάς της δεν προβληματίζουν την νεαρή αφηγήτρια, υποσημειώνονται μονάχα, μέσα από τη δυσκολία των Αιγύπτιων συμπατριωτών της να προφέρουν το όνομά της. Συμμερίζεται τον ίδιο φόβο και την ίδια περηφάνια για τις πολεμικές περιπέτειες της χώρας, το 1967 και το 1973, για τα επιτεύγματα και την παρακμή των καθεστώτων του Νάσερ και του Σαντάτ, και μόνο πολύ αργότερα, όταν ένα έλασσον επεισόδιο θα προκαλέσει τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Αιγύπτου και Κύπρου, θα βιώσει τη διαφορετικότητά της με όρους αποκλεισμού, από ένα μέρος των συμφοιτητών της...

Όμως, σε αυτήν την περιδιάβαση στους δρόμους της παιδικής της ηλικίας, υπάρχει ένας συνοδοιπόρος. Είναι ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, με τον οποίο οικοδομεί, εν αγνοία του, μια σχέση μαθητείας καθ' όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων. Εν αγνοία του, καθώς οι συναντήσεις τους είναι τυχαίες, σποραδικές, χωρίς ο δάσκαλος να αντιλαμβάνεται την μαθήτριά του...

Οι πορείες τους, που τέμνονται τυχαία για να συνεχίσει ο καθένας το δρόμο του στη συνέχεια, συνιστούν έναν ιστό που διατρέχει το αφήγημα, μετατρέποντάς το σε μια ερωτική, στην πραγματικότητα, ιστορία. Η σχέση τους, παραδέχεται η συγγραφέας στις τελευταίες σελίδες, «μοιάζει με εκείνη των εραστών που άγγιξαν το υπέρτατο σημείο ηδονής και, χορτασμένοι πια, τράβηξαν για πιο γήινες και λιγότερο απαιτητικές συγκινήσεις».

Πρόκειται για μια σχέση που δεν ευοδώνεται τελικά παρά στη λογοτεχνία, καθώς μονάχα μέσα από τη μετάφραση πραγματοποιείται η μόνη αληθινή συνεύρεση των δύο «εραστών», επικυρώνοντας τη ρήση του Προυστ πως «La vraie vie, c'est la littérature» («Η πραγματική ζωή είναι η λογοτεχνία»)...

* Ο Σπύρος Κακουριώτης είναι δημοσιογράφος