Μια ιστορία μου αναδημοσιευμένη από το ethnos.gr.
Μετά την κρίση... ενός μυθιστορηματικού ήρωα...
Το φως της ημέρας σκοτεινιάζει ξαφνικά, γίνεται θολό και αδύναμο, οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου εγκλωβίζονται πίσω από ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης που εμφανίζεται από το πουθενά, συνήθως από το πουθενά. Ύστερα οι άνεμοι της ερήμου αρχίζουν να πνέουν, στην αρχή ήρεμα σχεδόν νανουριστικά, ύστερα δυναμώνουν επικίνδυνα. Πνέουν όλο και πιο δυνατά αφήνοντας εκείνο το φρικτό βούισμα που προοιωνίζεται την καταστροφή. Η σκόνη που ξεσηκώνεται από τον αέρα στροβιλίζεται σε μικρές δίνες πάνω από τη γη. Τις βλέπω να με πλησιάζουν και τότε καλύπτω το πρόσωπό για να προστατέψω τα ρουθούνια και το στόμα μου από τη σκόνη που απειλεί να με σκεπάσει. Οι άνεμοι δυναμώνουν και έτσι όπως φυσούν καταπάνω μου με σπρώχνουν, με παρασύρουν όπως τις βάρκες τα άγρια κύματα της θάλασσας. Στον μακρινό ορίζοντα εμφανίζεται ένα μεγάλο ελικοειδές σύννεφο το οποίο κατευθύνεται κατά πάνω μου, πάντα με βεβαιότητα καταπάνω μου. Απεγνωσμένα ψάχνω να κρατηθώ από κάπου. Κοιτάζω προς κάθε κατεύθυνση, ψάχνω να βρω ένα χέρι σωτηρίας να με τραβήξει μακριά από το απειλητικό τοπίο, αλλά κανένας και τίποτα δεν υπάρχει στις ώρες της κρίσης ενός ανθρώπου, κι είναι πάντα υποχρεωμένος να τις αντιμετωπίζει πάντα μόνος του. Το σφύριγμα του ανέμου δυναμώνει ακόμα πιο πολύ, σκεπάζει τα ουρλιαχτά του φόβου μου, είναι απολύτως βέβαιο πως κανείς πια δεν ακούει τις φωνές μου. Κοιτάζω τον ελικοειδή λόφο που συνεχίζει απτόητος την τρελή πορεία του, τρέχει με απίστευτη ταχύτητα σπρώχνοντας την άμμο καταπάνω μου σαν βροχή από βέλη. Καθώς το τεράστιο αυτό σύννεφο σκόνης πλησιάζει και το σφύριγμα των ανέμων εντείνεται ακόμα πιο πολύ σφιχταγκαλιάζω τον εαυτό μου, ενώ ταλαντεύομαι βίαια από τον αέρα. Αντιστέκομαι με κάθε ψήγμα του κορμιού, της καρδιάς και του μυαλού μου, αλλά οι άνεμοι τις περισσότερες φορές με υποχρεώνουν να γονατίζω, ενώ κάθε φορά που προσπαθώ να σηκωθώ με ρίχνει πάλι στη γη. Η άμμος με μαστιγώνει ανελέητα, ενώ με σκεπάζει η απόλυτη σκοτεινιά.Δεν νιώθω παρά μόνο την άμμο που με χτυπά και κάθε φορά που προσπαθώ να την τινάξω από πάνω μου, το βάρος της μεγαλώνει πάνω στο κορμί μου, ώσπου είμαι πια βέβαιος πως θα με θάψει.Στις φρικτές στιγμές που ακολουθούν και που δεν μπορώ να ανασάνω, νιώθοντας το βάρος της άμμου να πλακώνει το στήθος μου, μια φευγαλέα σκέψη σέρνεται στο κεφάλι μου λαθραία: πως δε θα τα καταφέρω αυτή τη φορά. Πως ετούτη η κρίση είναι πιο δυνατή από κάθε προηγούμενη και πως δε θα καταφέρω να ξεφύγω ποτέ από τα γαμψά νύχια της. Και τότε, μέσα στην απελπισία μου εύχομαι με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να είναι αυτό το τέλος μου. Επιθυμώ το τέλος μου να με λυτρώσει απόλυτα από ένα βάρος που δεν αντέχεται! Αλλά το τέλος δεν έρχεται τελικά, γιατί όλα σταματούν ξαφνικά, έτσι όπως αρχίζουν, κι όπως μας προλαβαίνει το σύννεφο της αμμοθύελλας και μας σκορπίζει, με την ίδια ταχύτητα συρρικνώνεται και εξαφανίζεται προς άγνωστη κατεύθυνση? Ως την επόμενη φορά, ως την επόμενη κρίση. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανασκουμπώνομαι για την επόμενη ανεμοθύελλα!
(εμπνευσμένο από ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος του Μπ. Ταχερ, Όαση στο Ηλιοβασίλεμα)
(εμπνευσμένο από ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος του Μπ. Ταχερ, Όαση στο Ηλιοβασίλεμα)