Στο εργαστήρι της συγγραφέως (άρθρο της Ελένης Γκίκα)
Γεννήθηκε στο Κάιρο, μας γνώρισε τον Μαχφούζ και έγραψε για τους
Αιγυπτιώτες και για την Αλεξάνδρεια. Η Πέρσα Κουμούτση και μέσα από τις
"Χάρτινες ζωές" της αναφέρεται με ακρίβεια στο αναπόδραστο.
Θεωρείται η κατεξοχήν μεταφράστρια του νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ
στα καθ' ημάς. Εξάλλου, η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε και σπούδασε Αγγλική
και Αραβική Λογοτεχνία στο Κάιρο. Εγραψε επίσης ατμοσφαιρικά
μυθιστορήματα που διασώζουν μοναδικά μια ανεπανάληπτη αλεξανδρινή εποχή:
«Αλεξάνδρεια, στον δρόμο των ξένων» (2003), «Τα χρόνια της νεότητός
του, ο ηδονικός του βίος» (2004) «Δυτικά του Νείλου» (2006) και «Καφέ
Κλεμέντε» (2006) από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Το 2001 τιμήθηκε για το
σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη και το
2006 το Αιγυπτιακό Κράτος της απένειμε τιμητικό μετάλλιο για τη
συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής λογοτεχνίας.
Σε κάθε βιβλίο η διαδικασία γραφής, όπως
αποκαλύπτει, «είναι διαφορετική κάθε φορά. Αλλοτε ξεκινώ με την κεντρική
ιδέα που με απασχολεί, άλλοτε με τους χαρακτήρες που επιθυμώ να
σκιαγραφήσω κι άλλοτε με τον τόπο ή τη χρονική περίοδο με την οποία
επιθυμώ να καταπιαστώ. Η μοναδική "σταθερή" είναι το εσωτερικό ερέθισμα,
η αναντίρρητη προτροπή που μου υπαγορεύει να γράψω και να συνεχίζω να
γράφω χωρίς διακοπή». Σε αντίθεση με τις συγγραφικές εμμονές, που είναι
σχεδόν ο ίδιος ο συγγραφέας. Σ' αυτές συγκαταλέγονται: «Η αυταπάτη, οι
διαψεύσεις της ζωής, η (εσωτερική) ελευθερία, ο αέναος κύκλος της ζωής
και του θανάτου, η γυναίκα ως οντότητα, ως φορέας ιδεών και
συναισθημάτων, ως άτομο που άγχεται και μάχεται στην κοινωνία, στη ζωή
γενικότερα, και βέβαια η Αίγυπτος των παιδικών μου χρόνων».
Τα
βιβλία ακολουθούν τη δική τους μοναδική κι ανεπανάληπτη διαδρομή,
αναγνωρίζει η Πέρσα Κουμούτση, και με τον πιο παράδοξο τρόπο γράφτηκε
«Ισως, το "Δυτικά του Νείλου". Απεχθανόμουν την ιδέα να γράψω ένα λαβ
στόρι, αλλά μόνο έτσι θα μπορούσα να μεταφέρω πιστά τα συναισθήματα δύο
λαών, το πάθος, αλλά και τις προκαταλήψεις του ενός για τον άλλο. Ετσι
υπέκυψα, τελικά, στην ιδέα. Γενικώς, ωστόσο, πιστεύω πως η διαδικασία
της γραφής κρύβει πάντα εκπλήξεις και τρόπους απροσδόκητους». Οταν
αισθάνεται ότι φλερτάρει με την καινούργια της ιστορία νιώθει «Μεγάλη
ικανοποίηση, ανακούφιση και ηρεμία. Μόνο που η ηρεμία γρήγορα
διαταράσσεται από την αμφιβολία, καθώς σχεδόν πάντα αναρωτιέμαι αν αυτή
είναι η ιστορία που ήθελα να γράψω ή αν θα την έγραφα καλύτερα
ακολουθώντας άλλους δρόμους».
Το τελευταίο της βιβλίο είναι το
μυθιστόρημα «Χάρτινες ζωές». «Η επιθυμία συγγραφής του συγκεκριμένου
βιβλίου γεννήθηκε έπειτα από μια έρευνα που έκανα για τη γυναίκα και τη
λογοτεχνία στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ού αιώνα έως το τέλος του.
Από τη έρευνα διαπίστωσα ότι η γυναίκα ως δημιουργός και ως ηρωίδα στη
λογοτεχνία -από την αυτοβιογραφία της Ε. Μαρτινέγκου έως την πεζογραφία
των γυναικών του '60 και του '70- δεν σταμάτησε να παλεύει για τα
αυτονόητα, κυρίως για το αυτεξούσιό της, οι συνθήκες, όμως, οι ιστορικές
και οι κοινωνικές, την εμπόδιζαν. Ετσι αποφάσισα να γράψω κάτι πάνω σε
αυτό. Στις "Χάρτινες Ζωές", πραγματεύομαι την ιστορία τριών γυναικών που
ζουν σε τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους με όλες τις
κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις τους. Και παρότι οι ηρωίδες ανήκουν σε
τρεις διαφορετικές γενιές, βιώνουν σχεδόν επαναλαμβανόμενες ζωές, κι
αυτό γιατί στην ουσία η γυναίκα στον πυρήνα της δεν έχει ουσιαστικά
αλλάξει. Η ψυχολογική της δομή είναι τέτοια που δεν τη διαφοροποιεί
δραστικά από τις άλλες. Οι συνθήκες είναι αυτές που αλλάζουν, κατά
συνέπεια και η αντιμετώπισή της, κάθε φορά».
Οσον αφορά τον χώρο και τον τρόπο για τη λογοτεχνία, η συγγραφέας
αναγνωρίζει ότι: «Είναι δύο σημαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν το
αφήγημα, το οριοθετούν. Ακόμα κι όταν απουσιάζουν ή δεν είναι "απτά" σε
ένα έργο, όπως σε κάποιες ιστορίες του Κάφκα, ο αναγνώστης τα οριοθετεί
μέσα του, τα φαντάζεται, καθώς έχει την ανάγκη να τοποθετήσει τη δράση
σε ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο. Πολύ συχνά ο τόπος και ο χρόνος
υπάρχουν ως πρωταγωνιστές σε πολλά έργα και μάλιστα έργα παγκόσμιας
προβολής και αξίας, όπως του Ντίκενς, του Φλομπέρ, του Ουγκό, του
Μαχφούζ κ.ά. Ειδικά ο τόπος υπήρξε πρωταγωνιστής στις περισσότερες από
τις ιστορίες μου».
Και φυσικά δεν απαρνείται τη συγγένεια που
υπάρχει ανάμεσα στη συγγραφή της και τη μετάφραση: «Η λογοτεχνική
μετάφραση είναι την ίδια στιγμή ερμηνεία και δημιουργία ή μάλλον
ανάπλαση και αναδημιουργία του πρωτοτύπου», αποκαλύπτει. «Υπό αυτή την
έννοια, είναι αδύνατον να μην περαστούν στοιχεία του μεταφραστή στο
βιβλίο και αντιστρόφως, πολλά στοιχεία του λογοτέχνη είναι αδύνατον να
μη "σωθούν" στο υποσυνείδητο του μεταφραστή, τα οποία αναδύονται έπειτα
στην επιφάνεια, για να περάσουν ασυναίσθητα σαν μια φυσική διαδικασία
στα δικά του γραπτά. Ειδικά τα πρώτα μου βιβλία είναι σε μεγάλο βαθμό
επηρεασμένα από τον Μαχφούζ, τον οποίο θεωρώ οικογένειά μου. Αλλωστε,
μεγάλωσα διαβάζοντας τα βιβλία του, ενώ τον κόσμο που περιγράφει τον
βίωνα καθημερινά για πολλά χρόνια».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
ΦΩTOΓΡAΦIΕΣ: ΤΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου