Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Μετά την κρίση... ενός μυθιστορηματικού ήρωα...


Μια ιστορία μου αναδημοσιευμένη από το ethnos.gr.


Μετά την κρίση... ενός μυθιστορηματικού ήρωα... 


Το φως της ημέρας σκοτεινιάζει ξαφνικά, γίνεται θολό και αδύναμο, οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου εγκλωβίζονται πίσω από ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης που εμφανίζεται από το πουθενά, συνήθως από το πουθενά. Ύστερα οι άνεμοι της ερήμου αρχίζουν να πνέουν, στην αρχή ήρεμα σχεδόν νανουριστικά, ύστερα δυναμώνουν επικίνδυνα. Πνέουν όλο και πιο δυνατά αφήνοντας εκείνο το φρικτό βούισμα που προοιωνίζεται την καταστροφή. Η σκόνη που ξεσηκώνεται από τον αέρα στροβιλίζεται σε μικρές δίνες πάνω από τη γη. Τις βλέπω να με πλησιάζουν και τότε καλύπτω το πρόσωπό για να προστατέψω τα ρουθούνια και το στόμα μου από τη σκόνη που απειλεί να με σκεπάσει. Οι άνεμοι δυναμώνουν και έτσι όπως φυσούν καταπάνω μου με σπρώχνουν, με παρασύρουν όπως τις βάρκες τα άγρια κύματα της θάλασσας. Στον μακρινό ορίζοντα εμφανίζεται ένα μεγάλο ελικοειδές σύννεφο το οποίο κατευθύνεται κατά πάνω μου, πάντα με βεβαιότητα καταπάνω μου. Απεγνωσμένα ψάχνω να κρατηθώ από κάπου. Κοιτάζω προς κάθε κατεύθυνση, ψάχνω να βρω ένα χέρι σωτηρίας να με τραβήξει μακριά από το απειλητικό τοπίο, αλλά κανένας και τίποτα δεν υπάρχει στις ώρες της κρίσης ενός ανθρώπου, κι είναι πάντα υποχρεωμένος να τις αντιμετωπίζει πάντα μόνος του. Το σφύριγμα του ανέμου δυναμώνει ακόμα πιο πολύ, σκεπάζει τα ουρλιαχτά του φόβου μου, είναι απολύτως βέβαιο πως κανείς πια δεν ακούει τις φωνές μου. Κοιτάζω τον ελικοειδή λόφο που συνεχίζει απτόητος την τρελή πορεία του, τρέχει με απίστευτη ταχύτητα σπρώχνοντας την άμμο καταπάνω μου σαν βροχή από βέλη. Καθώς το τεράστιο αυτό σύννεφο σκόνης πλησιάζει και το σφύριγμα των ανέμων εντείνεται ακόμα πιο πολύ σφιχταγκαλιάζω τον εαυτό μου, ενώ ταλαντεύομαι βίαια από τον αέρα. Αντιστέκομαι με κάθε ψήγμα του κορμιού, της καρδιάς και του μυαλού μου, αλλά οι άνεμοι τις περισσότερες φορές με υποχρεώνουν να γονατίζω, ενώ κάθε φορά που προσπαθώ να σηκωθώ με ρίχνει πάλι στη γη. Η άμμος με μαστιγώνει ανελέητα, ενώ με σκεπάζει η απόλυτη σκοτεινιά.Δεν νιώθω παρά μόνο την άμμο που με χτυπά και κάθε φορά που προσπαθώ να την τινάξω από πάνω μου, το βάρος της μεγαλώνει πάνω στο κορμί μου, ώσπου είμαι πια βέβαιος πως θα με θάψει.Στις φρικτές στιγμές που ακολουθούν και που δεν μπορώ να ανασάνω, νιώθοντας το βάρος της άμμου να πλακώνει το στήθος μου, μια φευγαλέα σκέψη σέρνεται στο κεφάλι μου λαθραία: πως δε θα τα καταφέρω αυτή τη φορά. Πως ετούτη η κρίση είναι πιο δυνατή από κάθε προηγούμενη και πως δε θα καταφέρω να ξεφύγω ποτέ από τα γαμψά νύχια της. Και τότε, μέσα στην απελπισία μου εύχομαι με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να είναι αυτό το τέλος μου. Επιθυμώ το τέλος μου να με λυτρώσει απόλυτα από ένα βάρος που δεν αντέχεται! Αλλά το τέλος δεν έρχεται τελικά, γιατί όλα σταματούν ξαφνικά, έτσι όπως αρχίζουν, κι όπως μας προλαβαίνει το σύννεφο της αμμοθύελλας και μας σκορπίζει, με την ίδια ταχύτητα συρρικνώνεται και εξαφανίζεται προς άγνωστη κατεύθυνση? Ως την επόμενη φορά, ως την επόμενη κρίση. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανασκουμπώνομαι για την επόμενη ανεμοθύελλα! 

(εμπνευσμένο από ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος του Μπ. Ταχερ, Όαση στο Ηλιοβασίλεμα)

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Στο εργαστήρι της συγγραφέως


Στο εργαστήρι της συγγραφέως  (άρθρο της Ελένης Γκίκα)

 Γεννήθηκε στο Κάιρο, μας γνώρισε τον Μαχφούζ και έγραψε για τους Αιγυπτιώτες και για την Αλεξάνδρεια. Η Πέρσα Κουμούτση και μέσα από τις "Χάρτινες ζωές" της αναφέρεται με ακρίβεια στο αναπόδραστο.

Θεωρείται η κατεξοχήν μεταφράστρια του νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ στα καθ' ημάς. Εξάλλου, η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε και σπούδασε Αγγλική και Αραβική Λογοτεχνία στο Κάιρο. Εγραψε επίσης ατμοσφαιρικά μυθιστορήματα που διασώζουν μοναδικά μια ανεπανάληπτη αλεξανδρινή εποχή: «Αλεξάνδρεια, στον δρόμο των ξένων» (2003), «Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος» (2004) «Δυτικά του Νείλου» (2006) και «Καφέ Κλεμέντε» (2006) από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Το 2001 τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη και το 2006 το Αιγυπτιακό Κράτος της απένειμε τιμητικό μετάλλιο για τη συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής λογοτεχνίας.
Πορτρέτο. Η Πέρσα Κουμούτση στο γραφείο με τα βιβλία της. Ατμόσφαιρα Αλεξάνδρειας, νοσταλγία κι ελευθερία, το αναπόδραστο της ζωής, πάντοτε εκεί...
Πορτρέτο. Η Πέρσα Κουμούτση στο γραφείο με τα βιβλία της. Ατμόσφαιρα Αλεξάνδρειας, νοσταλγία κι ελευθερία, το αναπόδραστο της ζωής, πάντοτε εκεί...
Σε κάθε βιβλίο η διαδικασία γραφής, όπως αποκαλύπτει, «είναι διαφορετική κάθε φορά. Αλλοτε ξεκινώ με την κεντρική ιδέα που με απασχολεί, άλλοτε με τους χαρακτήρες που επιθυμώ να σκιαγραφήσω κι άλλοτε με τον τόπο ή τη χρονική περίοδο με την οποία επιθυμώ να καταπιαστώ. Η μοναδική "σταθερή" είναι το εσωτερικό ερέθισμα, η αναντίρρητη προτροπή που μου υπαγορεύει να γράψω και να συνεχίζω να γράφω χωρίς διακοπή». Σε αντίθεση με τις συγγραφικές εμμονές, που είναι σχεδόν ο ίδιος ο συγγραφέας. Σ' αυτές συγκαταλέγονται: «Η αυταπάτη, οι διαψεύσεις της ζωής, η (εσωτερική) ελευθερία, ο αέναος κύκλος της ζωής και του θανάτου, η γυναίκα ως οντότητα, ως φορέας ιδεών και συναισθημάτων, ως άτομο που άγχεται και μάχεται στην κοινωνία, στη ζωή γενικότερα, και βέβαια η Αίγυπτος των παιδικών μου χρόνων».
Τα βιβλία ακολουθούν τη δική τους μοναδική κι ανεπανάληπτη διαδρομή, αναγνωρίζει η Πέρσα Κουμούτση, και με τον πιο παράδοξο τρόπο γράφτηκε «Ισως, το "Δυτικά του Νείλου". Απεχθανόμουν την ιδέα να γράψω ένα λαβ στόρι, αλλά μόνο έτσι θα μπορούσα να μεταφέρω πιστά τα συναισθήματα δύο λαών, το πάθος, αλλά και τις προκαταλήψεις του ενός για τον άλλο. Ετσι υπέκυψα, τελικά, στην ιδέα. Γενικώς, ωστόσο, πιστεύω πως η διαδικασία της γραφής κρύβει πάντα εκπλήξεις και τρόπους απροσδόκητους». Οταν αισθάνεται ότι φλερτάρει με την καινούργια της ιστορία νιώθει «Μεγάλη ικανοποίηση, ανακούφιση και ηρεμία. Μόνο που η ηρεμία γρήγορα διαταράσσεται από την αμφιβολία, καθώς σχεδόν πάντα αναρωτιέμαι αν αυτή είναι η ιστορία που ήθελα να γράψω ή αν θα την έγραφα καλύτερα ακολουθώντας άλλους δρόμους».
Το τελευταίο της βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Χάρτινες ζωές». «Η επιθυμία συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου γεννήθηκε έπειτα από μια έρευνα που έκανα για τη γυναίκα και τη λογοτεχνία στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ού αιώνα έως το τέλος του. Από τη έρευνα διαπίστωσα ότι η γυναίκα ως δημιουργός και ως ηρωίδα στη λογοτεχνία -από την αυτοβιογραφία της Ε. Μαρτινέγκου έως την πεζογραφία των γυναικών του '60 και του '70- δεν σταμάτησε να παλεύει για τα αυτονόητα, κυρίως για το αυτεξούσιό της, οι συνθήκες, όμως, οι ιστορικές και οι κοινωνικές, την εμπόδιζαν. Ετσι αποφάσισα να γράψω κάτι πάνω σε αυτό. Στις "Χάρτινες Ζωές", πραγματεύομαι την ιστορία τριών γυναικών που ζουν σε τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους με όλες τις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις τους. Και παρότι οι ηρωίδες ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές, βιώνουν σχεδόν επαναλαμβανόμενες ζωές, κι αυτό γιατί στην ουσία η γυναίκα στον πυρήνα της δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Η ψυχολογική της δομή είναι τέτοια που δεν τη διαφοροποιεί δραστικά από τις άλλες. Οι συνθήκες είναι αυτές που αλλάζουν, κατά συνέπεια και η αντιμετώπισή της, κάθε φορά».
Βιβλία. Ελάχιστα από τα εκατό βιβλία που φέρουν τη μεταφραστική υπογραφή της.
Βιβλία. Ελάχιστα από τα εκατό βιβλία που φέρουν τη μεταφραστική υπογραφή της.
Οσον αφορά τον χώρο και τον τρόπο για τη λογοτεχνία, η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι: «Είναι δύο σημαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν το αφήγημα, το οριοθετούν. Ακόμα κι όταν απουσιάζουν ή δεν είναι "απτά" σε ένα έργο, όπως σε κάποιες ιστορίες του Κάφκα, ο αναγνώστης τα οριοθετεί μέσα του, τα φαντάζεται, καθώς έχει την ανάγκη να τοποθετήσει τη δράση σε ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο. Πολύ συχνά ο τόπος και ο χρόνος υπάρχουν ως πρωταγωνιστές σε πολλά έργα και μάλιστα έργα παγκόσμιας προβολής και αξίας, όπως του Ντίκενς, του Φλομπέρ, του Ουγκό, του Μαχφούζ κ.ά. Ειδικά ο τόπος υπήρξε πρωταγωνιστής στις περισσότερες από τις ιστορίες μου».
Και φυσικά δεν απαρνείται τη συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στη συγγραφή της και τη μετάφραση: «Η λογοτεχνική μετάφραση είναι την ίδια στιγμή ερμηνεία και δημιουργία ή μάλλον ανάπλαση και αναδημιουργία του πρωτοτύπου», αποκαλύπτει. «Υπό αυτή την έννοια, είναι αδύνατον να μην περαστούν στοιχεία του μεταφραστή στο βιβλίο και αντιστρόφως, πολλά στοιχεία του λογοτέχνη είναι αδύνατον να μη "σωθούν" στο υποσυνείδητο του μεταφραστή, τα οποία αναδύονται έπειτα στην επιφάνεια, για να περάσουν ασυναίσθητα σαν μια φυσική διαδικασία στα δικά του γραπτά. Ειδικά τα πρώτα μου βιβλία είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένα από τον Μαχφούζ, τον οποίο θεωρώ οικογένειά μου. Αλλωστε, μεγάλωσα διαβάζοντας τα βιβλία του, ενώ τον κόσμο που περιγράφει τον βίωνα καθημερινά για πολλά χρόνια».

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
ΦΩTOΓΡAΦIΕΣ: ΤΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

3ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου


Της Ελένης Κορόβηλα
(Αναδημοσίευση από το Bookpress).
Επί τρεις μέρες ποιητές και συγγραφείς από δεκατέσσερις χώρες απήγγειλαν, διάβασαν, συζήτησαν, χόρεψαν και διασταύρωσαν τις ματιές τους πάνω στην προβληματική του έργου του καθενός στο φιλόξενο νησί της Τήνου. 
Το 3ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ που διοργανώνει η Κοινωνία των (δε)κάτων, ψυχή της οποίας είναι ο ποιητής Ντίνος Σιώτης, ολοκληρώθηκε με τους κυκλαδίτικους αέρηδες να μεταφέρουν το μήνυμα πως η Τήνος αποτελεί μία σταθερή στάση για δημιουργούς από όλο τον κόσμο προκειμένου να συναντηθούν με το κοινό και τον τόπο.
Οι συναντήσεις των δημιουργών με το κοινό ξεκίνησαν την Πέμπτη 26/07 από το Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού στη Χώρα της Τήνου.
Ο ποιητής και πανεπιστημιακός Πολ Βανγκελίστι (ΗΠΑ), ο ποιητής Ρομέο Τσολάκου (Αλβανία), η ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου (Κύπρος) και από την Ελλάδα η πεζογράφος Ιωάννα Καρυστιάννη και ο ποιητής-πεζογράφος Γιάννης Ευσταθιάδης διάβασαν αποσπάσματα του έργου τους. Η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου συνέβαλε στη βραδιά απαγγέλλοντας τα ποιήματα του Πολ Βανγκελίστι στα ελληνικά, σε δική της μετάφραση.
Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ εξελίχθηκε στο μαγευτικό σκηνικό που στήνει η τηνιακή  φύση στο χωριό Βωλάξ. Στο πέτρινο θεατράκι του χωριού τρεις γυναίκες και τρεις άντρες με κοινή αφετηρία τον αραβικό κόσμο αλλά διαφορετική πορεία απήγγειλαν τα ποιήματά τους συνοδευόμενοι από μουσικό σχήμα με έθνικ αποχρώσεις. Η Μαράμ αλ-Μασρί (Συρία), η Αμάλ αλ-Τζουμπουρί (Ιράκ) και η Νάταλι Χαντάλ (Παλαιστίνη) μετέφεραν τους προβληματισμούς και τον πόνο των γυναικών της Αραβίας απαγγέλλοντας αποσπάσματα του έργου τους. Στη συνέχεια, η κριτικός λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός Τιτίκα Δημητρούλια διάβαζε στα ελληνικά τα ποιήματα σε μετάφραση της Πέτρας Κουμούτση.
Οι άντρες Άραβες ποιητές Σάουκι Μπζία (Λίβανος), Ρίφαατ Σαλάμ (Αίγυπτος) και Μπενσαλέμ Χιμίς (Μαρόκο) παρουσίασαν το έργο τους στο δεύτερο μέρος της βραδιάς με την πολύτιμη βοήθεια της μεταφράστριας από τα αραβικά Πέρσας Κουμούτση, η οποία και διάβαζε την ελληνική μετάφραση.
Την βραδιά έκλεισε βραβευμένο κυκλαδίτικο χορευτικό συγκρότημα με πολλούς από τους συμμετέχοντες να ακολουθούν τα βήματά.
Η τρίτη και τελευταία μέρα του Φεστιβάλ είχε σαν σκηνικό το κεφαλοχώρι Πύργος, το χωριό των μαρμαροτεχνιτών το οποίο κατέχει την ιδιαιτερότητα να είναι η γενέτειρα σημαντικών καλλιτεχνών όπως ο κορυφαίος Έλληνας γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς, ο επίσης σημαντικός γλύπτης Δημήτρης Φιλιππότης, ο σπουδαίος ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας κ.ά.
Στην εσωτερική πλατεία του χωριού, σαν αναπόσπαστο μέρος της δραστηριότητας του χωριού, των κατοίκων και των επισκεπτών, μια παρέα συγγραφέων κάθισαν πίσω από ένα τραπέζι μαζί με τον Ντίνο Σιώτη και διάβασαν. Ο Κώστας Μουρσελάς διάβασε ένα απόσπασμα από το πολυδιαβασμένο έργο του «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» και ο πεζογράφος Κώστας Κατσουλάρης ένα διήγημά του από τη συλλογή «Μικρός δακτύλιος» το οποίο στη συνέχεια η συγγραφέας και μεταφράστρια Μέμη Κατσώνη διάβασε στα αγγλικά, σε δική της μετάφραση. Ο πολυπράγμων Γάλλος ποιητής Φρανσίς Κομπ διάβασε ποιήματά του εμπνευσμένα από την μυθολογία αλλά και με ιδιαίτερο νόημα για τη σημερινή Ελλάδα. Τα ποιήματά του μετέφρασε και διάβασε στα ελληνικά η Τιτίκα Δημητρούλια. Η νεαρή και ιδιαίτερα δραστήρια ποιήτρια Ιρίνα Ρίνα Βίκιρτσακ (Ουκρανία) και ο επίσης νέος ποιητής Μάρκο Πογκασάρ (Κροατία) είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το έργο τους για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Πέρα από τις τρεις εκδηλώσεις στην Χώρα, τον Βώλακα και τον Πύργο, το Σάββατο το πρωί οι συγγραφείς συναντήθηκαν με το κοινό στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο ζήτημα κατά πόσον οι λογοτέχνες οφείλουν ή όχι να εμπλέκονται στην πολιτική – ερώτημα το οποίο η παρουσία πολλών συγγραφέων από τον αραβικό κόσμο καθιστούσε ακόμη πιο επίκαιρο. Η συζήτηση μεταξύ συγγραφέων από τέσσερις ηπείρους με το κοινό θα είχε εξελιχθεί σε πραγματική βαβέλ, χωρίς την πολύτιμη συμβολή της Έρσης Σωτηροπούλου, της Πέρσας Κουμούτση και της Τιτίκας Δημητρούλια.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

«Να αλλάξουμε εκ βάθρων»

Αναδημοσίευση από το bookbar

Πέρσα Κουμούτση: "Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών, να αλλάξουμε εκ βάθρων"

Στη σημερινή Ελλάδα η απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με την όλο και αυξανόμενη ανεργία, η κατάφωρη κοινωνική αδικία, η έλλειψη αξιοκρατίας, ο ευτελισμός των σημαντικών θεσμών της κοινωνίας κι άλλα απεχθή φαινόμενα που προκλήθηκαν από την οικονομική κρίση διαμόρφωσαν, δυστυχώς ένα αποκρουστικό τοπίο στο οποίο καλούμαστε να ζήσουμε.
 Αλλά στα αλήθεια ποιος ευθύνεται για αυτή την κατάσταση; Είμαστε θύματα ή θύτες; Όποια και να είναι η απάντηση, το σίγουρο είναι ότι δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Οι Ευρωπαίοι μας εκδικήθηκαν για όλες τις αυθαιρεσίες, την κακοδιαχείριση, την διασπάθιση του κοινοτικού χρήματος (βλ. πακέτα Ντελόρ), τη ‘ρεμούλα’. Υπ’ αυτή την έννοια δε είμαστε θύματα, εκτός βέβαια από εκείνους τους λίγους ή περισσότερους- δε έχει σημασία- που παρέκκλιναν από αυτόν το «σκονισμένο» δρόμο και που βρέθηκαν, τελικά, στη δυσάρεστη θέση να πληρώνουν τα σπασμένα των άλλων. Αυτοί είναι τα πραγματικά θύματα κατά τη γνώμη μου.
H λήθη, η άγνοια και η τάση να μετατοπίζουμε τις ευθύνες σε άλλους,  υπήρξαν πάντα από τα πιο επικίνδυνα τρωτά του έθνους μας. Παρόλα αυτά, κι ανεξάρτητα από το ποιος είναι θύμα ή θύτης πιστεύω πως ήλθε πια το πλήρωμα του χρόνου να αλλάξουμε εκ βάθρων, να αποποιηθούμε τις παλιές νοσηρές συνήθειές μας και να χαράξουμε μια νέα πορεία. Ή τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε.

Πέρσα Κουμούτση
INFO
Η Πέρσα Κουμούτση, συγγραφέας και μεταφράστρια αραβικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα απάντησε στην ερώτηση του Book Bar
«Μέσα σε ένα κλίμα που έχει κανείς την αίσθηση ότι στις εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν ψηφίζει μόνο η Ελλάδα αλλά και …ολόκληρη η Ευρώπη, (με τα συνεχή δημοσιεύματα των ξένων ΜΜΕ, τις αλλεπάλληλες δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων κλπ) δημιουργείται  το ερώτημα:
Είμαστε οι θύτες ή τα θύματα της Ευρώπης;» 

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Μια απόλυση...

Αναδημοσίευση από το Bookbar,


Mια απόλυση
Διήγημα, Πέρσα Κουμούτση 

(Απόσπασμα)

Έκλεισε το ραδιόφωνο, δεν ήθελε να ακούει άλλο τις ειδήσεις, ούτε να ανασκαλεύει άλλο τον πόνο. Μέρες τώρα αναμασιούνται τα ίδια και τα ίδια λες και θα άλλαζε τίποτα. Το τηλέφωνο δε σταμάτησε να κτυπά, λες και οι φίλοι και οι γνωστοί δεν γνώριζαν. Ο ίδιος τα έζησε από πρώτο χέρι και δυστυχώς, όχι μόνο μια φορά. Ένιωσε την απελπισία στο πετσί του, την αηδία της κατάστασης ξανά και ξανά. Επιπλέον ήταν εξαντλημένος και άυπνος. Δυο ολόκληρες νύχτες είχε να κοιμηθεί, τρεις μέρες είχε να βάλει μπουκιά στο στόμα του. Μόνο κάπνιζε, όλο κάπνιζε. 

Οι αμέριμνες φωνές των οκτάχρονων διδύμων κοριτσιών που έπαιζαν στην κουζίνα κόπασαν και το σπίτι βυθίστηκε πάλι στην εκκωφαντική σιωπή. Νωρίτερα, τον αφύπνιζαν κάθε τόσο από τις θλιβερές του σκέψεις, αλλά μόνο για λίγο, ύστερα πάλι οι σιωπηρές παύσεις τους τον έσπρωχναν στον βάραθρο της απελπισίας του.. Και ναι, δεν ήταν η πρώτη φορά. Τι θα τους έλεγε; Πώς θα τους εξηγούσε; Ένιωσε ένα αιχμηρό πόνο ενοχών να του τρυπά το μέσα του, σαν να έφταιγε ο ίδιος για την απόλυση του, για την οικτρή κατάσταση που κυριαρχούσε στη χώρα. Δεν πρόλαβε να τα καληνυχτίσει πάλι, ή δεν ήθελε. Κι η αλήθεια είναι ότι τα απέφευγε τεχνηέντως. Από την ημέρα που επέστρεψε στο σπίτι του καταβαραθρωμένος, απέφευγε να τα κοιτάξει στα μάτια λες και του έφταιγαν ή μήπως ήταν οι ενοχές που ένιωθε ο ίδιος απέναντί τους για ένα μέλλον που πολύ φοβόταν ότι δε θα μπορούσε πια να τους εξασφαλίσει;

Κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά σαν να επιθυμούσε να αποδιώξει την τελευταία αυτή επώδυνη σκέψη. Ο λαιμός του είχε πιαστεί και η πλάτη του πονούσε, αλλά ακόμα δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί. Τρεις ολόκληρες μέρες ήταν κλεισμένος σε εκείνο το δωμάτιο, στο ίδιο δωμάτιο όπου ξενυχτούσε για να προετοιμάσει τα κείμενα για τις εκπομπές του. Την περισσότερη ώρα ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ ανίκανος να σηκώσει το κεφάλι του.   Μόνο κοίταζε τον καπνό από τα ατέλειωτα τσιγάρα που κάπνιζε να ανυψώνεται αργά ως το ταβάνι.

Άλλη μια ρουφηξιά και το παιχνίδι της αιθέριας ανάβασης άρχιζε ξανά. Πόσο ντρεπόταν για τον εαυτό του, για την αδυναμία του να σηκωθεί, να συνέλθει. Τι παράδειγμα  έδινε στα αλήθεια στα παιδιά του; Αυτή η τελευταία, από όλες τις σκέψεις, τον βασάνιζε πιο πολύ.

Η μάνα του βρισκόταν στην κουζίνα. Ένιωθε τις κινήσεις της, τις οραματιζόταν. Μια ζωή είχε ξοδέψει καθαρίζοντας, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε με τη πενιχρή εκείνη σύνταξη που κάθε λίγο της έκοβαν επικαλούμενοι τα αστεία προσχήματά τους περί θυσίας, αυτοί οι ίδιοι που τα έκλεψαν. Ο κρότος από τα πιάτα σταθερός στην ένταση και στις παύσεις του, δήλωνε πως το καθάρισμα και το πλύσιμο των πιάτων δεν είχε τελειώσει ακόμα. Σαν αν είχε επιδοθεί σε ένα ατέρμονο παιγνίδι κρότου και φασαρίας. Θεέ, ας τον άφηνε για λίγο να ηρεμήσει, να βυθιστεί στη λυτρωτική εκείνη σκοτεινή και βελούδινη ανυπαρξία. Πόσο λυτρωτική ήταν αυτή η καταβύθιση του μέσα στα σκοτεινά και ανέλπιδα φαράγγια του μυαλού. Ναι, μόνο αυτό ήθελε, την απόλυτη ηρεμία του, την ηρεμία του θανάτου.

Ο κρότος των πιατικών έσκισε πάλι την ησυχία κατακερματίζοντας για άλλη  μια φορά τα ήδη διαλυμένα νεύρα του. Ας σταματούσε μια στιγμή. Ούτε στρατός να έτρωγε στο σπίτι του, σκέφτηκε, έτσι που η μάνα του καθάριζε και έπλενε συνεχώς. Δεν έβγαινε από την κουζίνα παρά μόνο για να τον ρωτήσει αν ήθελε να φάει κάτι. «Μόνο καφέ.» της έλεγε με δυσκολία. «Δεν πεινάω, μάνα» πρόσθετε αποφεύγοντας να τη κοιτάξει στα μάτια.

 Το χαμόγελο της ξεθώριαζε μόλις απομακρυνόταν από το δωμάτια που άχνιζε πια τη μυρουδιά της κλεισούρας. Είχε σχεδόν μετακομίσει στο σπίτι του για να φροντίζει τα παιδιά, αφού η γυναίκα του δούλευε ως αργά και στην κατάσταση της δεν μπορούσε να φροντίσει μόνη τα κορίτσια, αυτό του είχε πει, αλλά εκείνος ήξερε πως φοβόταν για την ψυχική του υγεία. Τον ήξερε καλά. Άλλωστε, μέσα στην απελπισία του είχε κάνει το λάθος να της  φωνάξει για κάποια ανόητη πράξη που σκόπευε να κάνει και εκείνη έντρομη, τα άφησε όλα και έτρεξε κοντά του.

Ήξερε την ευαισθησία του, το πάθος για τη δουλειά του, στο χώρο της ραδιοφωνικής δημοσιογραφίας για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια, αφότου ήταν φοιτητής ακόμα. Και δεν ήταν μόνο η οικονομική δυστοκία που ακολούθησε τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, που τον έσπρωξε, σχεδόν παιδί ακόμα να δουλέψει, αλλά η αγάπη του για αυτή τη δουλειά. Μάχιμος υπήρξε πάντα και ακραιφνής, αισιόδοξος για τις μεγάλες αλλαγές της πατρίδας, ακόμα και τις φορές που η πατρίδα τον πρόδινε, δε το έβαζε κάτω. Ένιωθε υπερήφανος για τη δουλειά του, το λειτούργημα του, όπως έλεγε, αλλά αυτή ήταν ήδη η τρίτη φορά μέσα σε δέκα μόλις χρόνια και τον είχε ήδη αποκάμει.

 «Μόνο που τότε υπήρχε κάποια μικρή ελπίδα, τώρα δεν υπάρχει τίποτα, μάνα. καμία προοπτική. Τίποτα!» της είχε φωνάξει στο τηλέφωνο, λες και έφταιγε η ίδια για την ελεεινή κατάστασης του τόπου.

Δεν ήταν σίγουρος ότι είχε καταφέρει να αρθρώσει όλα αυτά στη μάνα του, καθόλου δεν ήταν σίγουρος. Για το μόνο που ήταν σίγουρος είναι ότι οι σκέψεις αυτές ωρύονταν ασταμάτητα στο κεφάλι του από τη στιγμή που του ανακοίνωσαν την απόλυση του με εκείνον τον ανεκδιήγητο τρόπο, χωρίς να σκεφτούν τα όνειρά του, τη ζωή του, τα παιδιά του.  Στην αρχή είχε μείνει άφωνος για λίγα λεπτά, έπειτα οι κραυγές του ταρακούνησαν συθέμελα το κτίριο. Παρόλα αυτά πριν ακόμα κλείσει το ακουστικό, εκείνη είχε ήδη κατέβει στο δρόμο. Δεν ηρέμησε παρά μόνο όταν  έφτασε λαχανιασμένη στο σπίτι του. «Ήλθα για τα παιδιά. ώσπου να δυναμώσεις.»

Δεν συνέχισε τη κουβέντα ήξερε ότι η μάνα του ήταν έξυπνος άνθρωπος, ήξερε πολύ καλά ότι η ψυχολογική κατάσταση του την είχε τρομάξει. Και ήταν μια ανέλπιδη κατάσταση που είχε φτάσει στο απροχώρητο. Απολύσεις παντού, εξαντλητικές μειώσεις μισθών, κατάσχεση ή δήμευση περιουσιών, τίποτα δεν άφηνε κανένα περιθώριο, καμία χαραμάδα ελπίδας,καμία προοπτική για δουλειά, πουθενά, ούτε ακόμα για δουλειές του ποδαριού.

 Η γυναίκα του το είχε ήδη δηλώσει από την πρώτη στιγμή που της το ανακοίνωσε, ότι είχε ήδη κουραστεί, ότι δε θα άντεχαν άλλο. Και η δική της δουλειά βρισκόταν στο στόχαστρο των απολύσεων, δούλευε ανεξάντλητες ώρες παρά την  τεράστια μείωση μισθού που υπέστη ο μισθός της, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της, για να μην δώσει καμία απολύτως αφορμή. Λες και εξαρτιόταν από αυτό.

Δεν της απάντησε, τι να της έλεγε; Και δεν έφταιγε για αυτό ο κόμπος που έφραζε το λαιμό του, δεν είχε κανένα επιχείρημα. Κι όταν δεν μίλησε, τελικά, μόνο τον κοίταξε με νόημα, και κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της έφυγε για τη δουλειά της.

Από εκείνη την ώρα κλείστηκε στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να δει ούτε τα παιδιά του. Την καταλάβαινε, τα δάνεια του σπιτιού απειλούσαν σαν βρόγχος γύρω από το λαιμό, η μείωση του μισθού της ήταν αισθητή, αφού της είχαν καταργήσει όλα τα επιδόματα και εκείνος, εκείνος δεν είχε πια καμία απολύτως προοπτική.

 Παλιότερα ήταν οι  «Τόμαχοκ» της λογοκρισίας που έβαλαν τελεία και παύλα στα όνειρα τους και ήταν εκείνος από τα πρώτα θύματα τους. Η απαίτηση ευθυγράμμισης των δημοσιογράφων με τις εκ των άνωθεν εντολές και η προσπάθεια υποταγής των «διαφωνούντων» στα κελεύσματα της κυβερνητικής προπαγάνδας, κατέγραψαν και τότε στη χώρα μεγάλες και  παράπλευρες απώλειες… «Παράνομα και καταχρηστικά απολύθηκε από το ραδιοσταθμό, διότι ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γεωργίου, δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις» είχαν γράψει τότε οι εφημερίδες.

Έκλεισε τα μάτια του, ήθελε να σταματήσουν οι βασανιστικές αυτές σκέψεις, ας τον άφηναν για λίγο να κοιμηθεί, αλλά αυτές συνέχιζαν να βουίζουν σαν μέλισσες μέσα στο κεφάλι του.

Το βλέμμα του στράφηκε πάλι σε εκείνο το αστέρι που τον είχε κρατήσει ξάγρυπνο της προηγούμενες νύχτες, τρεμόσβηνε πάλι εκνευριστικά. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να κλείσει το ελεεινό παράθυρο, αλλά δεν το έκανε, μόνο συνέχιζε να το κοιτά με δυο ορθάνοιχτα μάτια. Ένιωθε εξαντλημένος, ματαιωμένος, εντούτοις το εκτυφλωτικό φως τον δυσκόλεψε πάλι να κλείσει μάτι. . Η παλμική αυτή κίνηση, σαν μια εκτυφλωτική φωτεινή επιγραφή που αναβόσβηνε γρήγορα μεταφράστηκε σε κάτι σαν βόμβο − ή μήπως ήταν οι κτύποι της καρδιάς του; Πόσο παράδοξο είναι στ’ αλήθεια όταν μια αίσθηση μετατρέπεται σε εικόνα κι αυτή με τη σειρά της σε ηχητική παράσταση! Ρυθμικός παλμός, γρήγορος, σχεδόν εξουθενωτικός έκανε τη καρδιά του να θέλει να αποδεσμευτεί από το σώμα και να ταξιδέψει μακριά, πολύ μακριά. Στο παρελθόν ίσως, μάλλον στο παρελθόν.

Οι χτύποι δυνάμωσαν αφυπνίζοντας ξαφνικά μια πολύ παλιά ανάμνηση, κι όμως τόσο ζωντανή, σαν να την είχε διενεργηθεί μόλις πριν από λίγο καιρό. Η εικόνα ξεκαθάρισε και τότε είδε την ψιλόλιγνη φιγούρα του. είδε την ψιλόλιγνη φιγούρα  πατέρα του να στέκεται στο περίγραμμα της πόρτας. Έπειτα τον είδε να τον παίρνει από το χέρι και μαζί να βγαίνουν έξω στο δρόμο. Τώρα περπατά δίπλα του με υπερηφάνεια και τον οδηγεί στο σχολείο, στην πρώτη τάξη του δημοτικού, κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι. Αυτή, ίσως ήταν η μοναδική ευτυχισμένη εικόνα που θυμόταν από εκείνον, έπειτα το μόνο που επικρατούσε στην καρδιά του ήταν η λαχτάρα, η νοσταλγία για τη σχεδόν μόνιμη απουσία του. Τόσες δεκαετίες είχαν περάσει από τότε, και όμως θυμόταν την κάθε αίσθηση, την κάθε λέξη του, και το όμορφο, πλην μελαγχολικό χαμόγελό του. Ο πόνος και η νοσταλγία, μπλεγμένα μαζί σε έναν κόμπο, στάθηκαν πάλι, όπως πάντα στο λαιμό του φράζοντας ένα λυγμό. Θεέ, πώς είναι δυνατόν να τον διαφεντεύει τόσο το παρελθόν;  Αλλά και το παρόν;  Πόσο διαφορετικό και πόσο όμοιο έγινε με εκείνο;

Νέος ψηλός με όμορφα παρότι κουρασμένα χαρακτηριστικά, με μια μικρή κύρτωση στην πλάτη  εξαιτίας των ατέλειωτων ωρών πάνω στη μηχανή συναρμολόγησης. Ναι, τον έβλεπε καθαρά. Τώρα του άπλωνε το χέρι του για να τον αποχαιρετήσει. Κάτω από τη μασχάλη του το αστραφτερό παιγνίδι που του είχε φέρει από τα ξένα, όπου δούλευε. Νωρίτερα το είχε πετάξει σαν μια έκφραση επανάστασης, αντίστασης και άρνησης… «Έλα  Δημήτρη μου, πάρε το φορτηγό σου. Να, τέτοια ακριβώς συναρμολογεί ο μπαμπάς στη Γερμανία. Παίξε, Δημητράκη και γρήγορα ο χρόνος θα περάσει.» Προσπάθησε να θυμηθεί την απάντηση του, αλλά μόνο τα λόγια του πατέρα του βούιζαν πάντα στο μυαλό του.  Ύστερα σαν σε όνειρο άκουσε εκείνα της μητέρας του ενώ προσπαθούσε να γλυκάνει την πίκρα του, «Ο Μπαμπάς πρέπει να φύγει, για να έχεις εσύ μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο μέλλον από εμάς. Παίξε, Δημήτρη, παίξε αγόρι μου και ο χρόνος θα κυλήσει πάλι.»  Αλλά η θλίψη του όσο κι αν προσπαθούσε να την κρύψει ήταν πιο μεγάλη, πιο συμπαγής, τόσο που αν άπλωνε τα το χέρι του θα μπορούσε να την αγγίξει.

Την τελευταία φορά που τον είδε, στεκόταν μαρμαρωμένος μπροστά στην πόρτα με τη μικρή ξεχαρβαλωμένη βαλίτσα κοντά στα πόδια του. Τα πόδια του είχαν καρφωθεί στη γη, σαν μια αυτόβουλη οντότητα αρνούνταν να μετακινηθούν, ενώ ο κορμός πάλευε να σαλέψει, να μετακινηθεί για να εξαφανιστεί μια ώρα αρχύτερα πριν το μετανιώσει.  Η ουράνια επιγραφή αναβόσβησε πάλι, η κάθε λάμψη της έσκιζε το μέσα του. Πόνος, απογοήτευση, ματαίωση απελπισία. …  Αυτά ήταν τα αισθήματα που κυριαρχούσαν, του έκοβαν την ανάσα όταν κοιτούσε τις δίδυμες κόρες του να παίζουν στην κουζίνα, κοντά στα πόδια της γιαγιάς τους, και ίσως τότε πιο πολύ. Αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο να μεγαλώσουν δίπλα του, να απορροφήσουν από τη απύθμενη μελαγχολία και την αυτοκαταστροφική του φύση. Σαν να προετοιμαζόταν να κάνει εκείνο τα άλμα που λογάριαζε από την πρώτη στιγμή που του ανακοίνωσαν την απόλυση του με εκείνο το παγωμένο ύφος, χωρίς ίχνος ενοχών ή συμπόνιας.

Ένα παράξενο, διαχειμασμένο εδώ και χρόνια συναίσθημα τον πλημμύρισε ξαφνικά, και αμέσως σαν σε όνειρο άκουσε πάλι τη φωνή του πατέρα του να του λέει με εκείνη τη βραχνάδα που έβαφε τη φωνή του κάθε φορά που θαύμαζε κάποιο από τα κατορθώματα του γιου του. «Παίξε, Δημήτρη μου, παίξε και αύριο όλα θα είναι πιο φωτεινά»………

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Στην καρδιά της νύχτας -Ναγκίμπ Μαχφούζ

Mια ακόμα μετάφρασή μου από τον Νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.


Στην Καρδιά της Νύχτας
Ο Γκάαφαρ Ιμπραήμ Σάγιεντ ελ Ράουι έχει ένα μότο: «Είθε η ιερή παράνοια να γεμίζει τη ζωή μας ως την τελευταία μας πνοή». Μια βραδιά, σ’ ένα καφενείο στο παλιό Κάιρο, αποφασίζει να μιλήσει για όσα πέρασε. Έπειτα από κάποιες ολότελα λανθασμένες αποφάσεις, έχει χάσει τα πάντα: την οικογένειά του, τη θέση του στην κοινωνία, την περιουσία του. Οδηγημένος από τα πάθη του, παντρεύτηκε από έρωτα μια πάμφτωχη νομάδα και αναγκάστηκε να πληρώσει ένα υψηλό τίμημα. Από μια ζωή γεμάτη ανέσεις και με το μέλλον του εγγυημένο από τον πλούσιο παππού του, κατέληξε, μετά την αποκλήρωσή του, ζητιάνος. Ο Γκάαφαρ δεν έχει άλλη επιλογή: θα αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες με στωικότητα και ελπίδα, με στήριγμα τις ακλόνητες πεποιθήσεις του και τη βαθιά επιθυμία του να φέρει στο λαό του κοινωνική δικαιοσύνη.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

«Χάρτινες Ζωές», από τη φιλόλογο Βίκυ Κόλλια

Η ελληνική διασπορά ανά τους αιώνες τροφοδότησε και τροφοδοτεί την ανθρωπότητα με ισχυρά πνεύματα, αληθινούς διανοούμενους, Έλληνες που μας έχουν κάνει περήφανους και διακρίνονται στον χώρο του πολιτισμού και των γραμμάτων.

Δεν είναι συμπτωματικό που στις παρυφές του ελληνισμού αναπτύσσονται τόσο ισχυρές δυνάμεις ικανές να αμυνθούν σε ό,τι κλόνιζε ή κλονίζει την πολιτιστική αυθυπαρξία του λαού μας. Ίσως η χιλιομετρική απόσταση από την πατρίδα, ίσως το γεγονός ότι κουβαλούν μέσα τους τα πιο υγιή στοιχεία του πολιτισμού μας, που ατόφια τα μεταφέρουν από γενιά σε γενιά, ίσως ακόμα η ευθύνη να αποκαθιστούν και να καταξιώνουν την βιολογική τους πατρίδα κάνει τους ομογενείς μας τους πιο ευαίσθητους δέκτες και αναπαραγωγείς πολιτισμού.

Η Πέρσα Κουμούτση ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των διανοουμένων που είχαν την τύχη να γεννηθούν και να γαλουχηθούν στην ελληνική ομογένεια της Αιγύπτου η οποία, αιώνες πίσω, υπήρξε φωτοδότης του παγκόσμιου πνευματικού στερεώματος.

Οι Έλληνες της Αιγύπτου, όπως όλοι γνωρίζουμε, μια που στη μικρή μας κοινωνία έχουν επιλέξει να ζουν αρκετοί, είναι διανοούμενοι εξ απαλών ονύχων. Πνεύματα φωτεινά, πολυγνώστες, άνθρωποι δημιουργικοί, ανήσυχοι, πρωτοπόροι, διαθέτουν ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία και διακρίνονται με ό,τι κι αν ασχοληθούν.

Η κα. Πέρσα Κουμούτση έχει καταγεγραμμένες τις περγαμηνές της, καθώς διαθέτει εξαιρετικές σπουδές και σημαντικό μεταφραστικό έργο, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων του Αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ, καθώς και αραβική ποίηση.

Τιμήθηκε από το αιγυπτιακό κράτος το 2006 για την προσφορά της και τη συμβολή της στην προώθηση της αιγυπτιακής και της αραβικής λογοτεχνίας. Για το μεταφραστικό της έργο, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Καβάφη.

«Οι Χάρτινες Ζωές», το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της, διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί. Η θηλυκή παρουσία κρατά τον βασικό ρόλο στο έργο της, που με το περιτύλιγμα του μυθιστορήματος, παρουσιάζει ένα ψυχογράφημα της Ελληνίδας του 20ου αιώνα σε διάφορες ιστορικές στιγμές.

Η Μαριάνθη, η νεαρή μικρασιάτισσα, που μέσα από έναν φοβερό ξεριζωμό , θυσίασε το ‘θέλω’ για τα ‘πρέπει’ της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας. Έμαθε να συμβιβάζεται μαζί με τις μνήμες από την Ιωνία και εκείνες για τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής της.

Η Μέλπω ή αλλιώς η Βικτωρία η αριστερή, η ασυμβίβαστη, η γεννημένη επαναστάτρια ως θύμα ενός συντηρητικού καθεστώτος φεύγει για τη Σοβιετική Ρωσία, όπου βιώνει την απόλυτη ευτυχία για να βουλιάζει μέχρι το τέλος της ζωής της , που εκείνη επέλεξε, στη μοναξιά.

Και η Ανθή, που τυπικά είναι η πρωταγωνίστρια, αφού οι ρόλοι δεν είναι ξεκάθαρα διανεμημένοι.

Η Ανθή παρουσιάζεται πραγματικά ως η μόνη από τις τέσσερις γυναίκες του βιβλίου που καθυστερεί να κάνει την επανάστασή της στα ταραγμένα χρόνια της επταετίας στην Ελλάδα που νοσταλγεί την πρόοδο αλλά βιώνει την απόλυτη συντήρηση. Η τόσο ταραγμένη και δυστυχισμένη ζωή της γιαγιάς της Μαριάνθης όσο και της μητέρας της Βικτωρίας συνέθλιψαν συναισθηματικά την Ανθή και στη νιότη αλλά και στην ωριμότητά της. Ενοχική, δίχως ασφαλές γυναικείο πρότυπο αιφνιδιάζει τον αναγνώστη με τις αντιδράσεις της.

Ο έρωτας πλανιέται στην ατμόσφαιρα, άλλοτε ως πηγή ευτυχίας και άλλοτε ως τραγικός πρωταγωνιστής. Αξίζει άραγε κανείς ν’ αγαπά και να θυσιάζεται για την αγάπη του;

Δεν πρόκειται για φεμινιστικό βιβλίο αλλά για βαθιά ανθρώπινο έργο που απλά επιβεβαιώνει την αλήθεια πως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια αποτελούν βασικά αγαθά, πυλώνες της αυτοσυνειδησίας ίσως και της ευτυχίας.

Η πολύ ευαίσθητη χρήση της ελληνικής γλώσσας αλλά το ιδιαίτερο ύφος που έχει διαμορφώσει, κάνουν την συγγραφέα μας ξεχωριστή, μια ελληνίδα λογοτέχνιδα που διαβάζουμε και θα διαβάζουμε στο μέλλον με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση.